Το άρθρο του Γιάνη Βαρουφάκη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην Γκάρντιαν, στο οποίο προσδιορίζει την επαφή του με τον Μαρξ, ξεσκεπάζει τον ταξικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ και των ψευτοαριστερών τάσεων που εκπροσωπεί.
Η ουσία της επιχειρηματολογίας του Βαρουφάκη, που αυτοαποκαλείται «ασταθής Μαρξιστής», είναι ότι το έργο του έγκειται στην προσπάθεια να σώσει τον καπιταλισμό από τον ίδιο του τον εαυτό, διότι οποιαδήποτε πάλη για την ανατροπή του όχι μόνο είναι καταδικασμένη να αποτύχει, αλλά θα ανοίξει τον δρόμο σε ακροδεξιές ή ακόμα και φασιστικές δυνάμεις.
Ο Βαρουφάκης επιχειρεί να δικαιολογήσει τον πολιτικό του προσανατολισμό με ένα μείγμα εγκωμίων για τις ανακαλύψεις του Μαρξ και αποκαλύψεων όσων ισχυρίζεται ότι είναι τα αμαρτήματα διάπραξης και παράλειψης του Μαρξ.
Όλα όσα γράφει είναι είτε μια πλήρης διαστρέβλωση του Μαρξ, ένα συγχυσμένο μπέρδεμα, ή εντελώς ανοησίες. Παρόλα αυτά μια ανάλυση του άρθρου του είναι σημαντική από δύο απόψεις.
Πρώτον, η λεπτομερής ανάλυση του είναι χρήσιμη για τη διασαφήνιση των πλέον θεμελιακών εννοιών της ανάλυσης του Μαρξ, σε αντίθεση με τις διαστρεβλώσεις και τις πλαστογραφήσεις του Βαρουφάκη. Δεύτερον, ρίχνει περισσότερο φως στον ουσιαστικό προσανατολισμό του ψευτοαριστερού χώρου μέσα στον οποίο ο Βαρουφάκης έχει αναδειχθεί σαν κάποιο ίνδαλμα.
Παρόμοια με τόσους άλλους επίδοξους επικριτές του Μαρξ, ο Βαρουφάκης ξεκινάει με παιάνες στην οξυδερκή ανάλυση που προσφέρει ο ιδρυτής του επιστημονικού σοσιαλισμού για τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος. Κάνοντας το, αποκαλύπτει ότι δεν έχει κατατάβει σχεδόν καθόλου τον Μαρξ ή ότι έχει σκόπιμα επιχειρήσει να τον διαστρεβλώσει.
Σύμφωνα με τον Βαρουφάκη, ο Μαρξ «έκανε μια ανακάλυψη η οποία πρέπει να παραμείνει στο επίκεντρο οποιασδήποτε χρήσιμης ανάλυσης του καπιταλισμού,» δηλαδή, «την ανακάλυψη της διπολικής αντίθεσης που βρίσκεται βαθειά μέσα στην ανθρώπινη εργασία.» Ο Μαρξ αποκάλυψε πως η εργασία έχει δύο διαφορετικές ιδιότητες, ισχυρίζεται ο Βαρουφάκης. Είναι μία «δραστηριότητα που δημιουργεί αξία η οποία δεν μπορεί ποτέ να προσδιοριστεί ποσοτικά εκ των προτέρων (και είναι άρα αδύνατον να εμπορευματοποιηθεί)» και πως είναι επίσης «μια ποσότητα (π.χ. αριθμος ωρών εργασίας) η οποία πωλείται και προσφέρεται σε μια ορισμένη τιμή.»
Η ολοκληρωτική σύγχυση που χαρακτηρίζει τους ρεμβασμούς του Βαρουφάκη και την ολοσχερή διαστρέβλωση του Μαρξ ξεκινά εδώ.
Συνεχίζοντας και εμβαθύνοντας το έργο των Άγγλων κλασικών πολιτικών οικονομολόγων, ιδιαίτερα του Άνταμ Σμιθ και του Ντέιβιντ Ρικάρντο, ο Μαρξ απέδειξε ότι η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από την ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας την οποία περιέχει, η οποία μετράται με τον χρόνο. Αυτός είναι ο νόμος της αξίας από τον οποίο αντλούνται τελικά όλες οι εξωτερικές μορφές της καπιταλιστικής οικονομίας – μισθοί, κέρδη, ενοίκια κ.ο.κ.
Όμως η ανάλυση του Μαρξ βασίζεται σε μια κρίσιμη ανακάλυψη η οποία έδωσε απάντηση σε ένα ερώτημα το οποίο είχε περιπλέξει όλους του προκατόχους του: Ποιά είναι η προέλευση του κέρδους;
Το ζήτημα προέκυψε στην εξής θεωρητική μορφή: Αν η εργασία ήταν η πηγή της αξίας και αν τα εμπορεύματα ανταλλάσονταν βάσει της ποσότητας της εργασίας που περιέχουν, δηλαδή, εάν ισοδύναμα ανταλλάσσονταν με ισοδύναμα, τότε πώς προέκυπτε το κέρδος;
Ή, για να θέσουμε το ερώτημα διαφορετικά: αν η εργασία ήταν η πηγή της αξίας, τότε ποιά είναι η «αξία της εργασίας» η οποία αγοράζεται και πωλείται στην αγορά με τη μορφή της πληρωμής μισθών; Λέγοντας ότι η αξία του εμπορεύματος που ονομάζεται εργασία καθορίζεται από την εργασία που περιέχει δεν δίνει καμμία απάντηση.
Οι κλασικοί πολιτικοί οικονομολόγοι είχαν διανύσει κύκλους γύρω από αυτό το ερώτημα. Ο Άνταμ Σμιθ, λόγου χάρη, έβγαλε το συμπέρασμα πως ο νόμος της αξίας ίσχυε σε μια απλή κοινωνία που παράγει εμπορεύματα, αλλά όχι στον καπιταλισμό. Όμως όπως έδειξε ο Μαρξ, ο καπιταλισμός προέκυψε στη βάση της παραγωγής εμπορευμάτων, και έτσι ο Σμιθ είχε κάνει ένα βήμα πίσω, ουσιαστικά εγκαταλείποντας την αναζήτηση για μια επιστημονική ανάλυση των νόμων του.
Η κρίσιμη ανακάλυψη του Μαρξ, η οποία φανέρωσε το μυστικό της υπεραξίας και την επιφανειακή της μορφή ως κέρδος, ήταν το γεγονός ότι το εμπόρευμα που πωλεί ο εργαζόμενος στην αγορά δεν είναι η εργασία αλλά η εργατική του δύναμη – δηλαδή η ικανότητα για εργασία.
Όπως όλα τα άλλα εμπορεύματα, η αξία της καθορίζεται από την ποσότητα εργασίας που χρειάζεται για την αναπαραγωγή της. Δηλαδή, η αξία της εργατικής δύναμης καθορίζεται από την ποσότητα της εργασίας που χρειάζεται για να συντηρήσει τον εργαζόμενο και την οικογένειά του. Αυτό δεν αντιστοιχεί με την ποσότητα της εργασίας που παρέχει ο εργαζόμενος κατά την διάρκεια της εργάσιμης μέρας. Η προέλευση της υπεραξίας έγκειται στο γεγονός πως χρειάζεται λιγότερο από την εργασία μιας μέρας για την προμήθεια των εμπορευμάτων που χρειάζονται για να συντηρήσουν τον εργαζόμενο και για να αναπαραχθεί η επόμενη γενιά, ενώ ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία μιας ημέρας στον καπιταλιστή κατά την διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας.
Με άλλα λόγια, η αξία του εμπορεύματος, η εργατική δύναμη, την οποία ο εργαζόμενος πωλεί στον καπιταλιστή είναι εντελώς διαφορετική από την αξία την οποία προσθέτει ο εργαζόμενος κατά την διάρκεια της εργάσιμης μέρας στα εμπορεύματα που προκύπτουν στο τέλος της παραγωγικής διαδικασίας. Για ένα μέρος της εργάσιμης μέρας, ο εργαζόμενος/η αναπαρήγαγε την αξία της εργατικής του/της δύναμης, όμως στο υπόλοιπο της εργάσιμης μέρας απέδωσε στον καπιταλιστή υπεραξία για την οποία δεν εισέπραξε καμμία πληρωμή.
Με την ανάδειξη της εργατικής δύναμης ως εμπορεύματος – το προϊόν μιας ολόκληρης σειράς ιστορικών εξελίξεων όπου μια νέα τάξη, η εργατική τάξη, δημιουργήθηκε, αποχωρισμένη από τα μέσα παραγωγής και μη έχοντας τίποτε να πουλήσει παρά την ικανότητα της για εργασία – η ιδιοποίηση της εργασίας μιας τάξης από μια άλλη τάξη – εκμετάλλευση – πραγματοποιήθηκε όχι παραβιάζοντας τον νόμο της αξίας και την ανταλλαγή ισοδύναμων (ο Μαρξ υπέθετε πάντοτε ότι ο εργάτης πληρωνόταν την πλήρη αξία του εμπορεύματος, της εργατικής δύναμης, την οποία πωλούσε), αλλά σύμφωνα με αυτόν.
Στο άρθρο του, ο Βαρουφάκης ανακατεύει και συγχύζει αυτά τα αποφασιστικά ζητήματα. Σε ένα σημείο γράφει ότι «τόσο ο ηλεκτρισμός όσο και η εργασία μπορούν να θεωρηθούν σαν εμπορεύματα,» θολώνοντας τελείως τη διάκριση ανάμεσα στην εργασία – το μέτρο της αξίας – και το εμπόρευμα της εργατικής δύναμης, το οποίοπωλείται από τον εργάτη στον καπιταλιστή.
Στην ίδια παράγραφο γράφει ότι «όσοι αναζητούν εργασία υφίστανται πολλές ταλαιπωρίες σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να εμπορευματοποιήσουν την εργατική τους δύναμη.» Στην πραγματικότητα , η δύναμη εργασίας έχει ήδη μετατραπεί σε εμπόρευμα, το οποίο στη συνέχεια καταναλώνεται από τον καπιταλιστή κατά την διάρκεια της παραγωγής, δημιουργώντας πλεονασματική, ή πρόσθετη, αξία.
Στοιβάζοντας τη μια σύγχυση πάνω στην άλλη, ο Βαρουφάκης γράφει, «Αν οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες επιτύχουν κάποτε την πλήρη εμπορευματοποίηση της εργασίας (τώρα αναφέρεται στην εργασία και όχι στη δύναμη εργασίας), τότε ο καπιταλισμός θα εξαφανιστεί.»
Στο βαθμό που μπορεί να βγεί κάποιο νόημα από αυτό, υπονοείται ότι υπάρχει η πιθανότητα κάποιας ρεφορμιστικής ατζέντας, μειώνοντας την εκμετάλλευση, διότι εάν ο καπιταλισμός πετύχαινε πλήρη «εμπορευματοποίηση» θα κατέρρεε.
Υπάρχει μια άλλη πτυχή στις αναφορές του Βαρουφάκη στην έντονη προσπάθειατου καπιταλισμού να «εμπορευματοποιήσει την εργασία.» Γράφει: «Η λαμπρή κατανόηση του Μαρξ της ουσίας των καπιταλιστικών κρίσεων ήταν αυτή: Όσο πιο μεγάλη είναι η επιτυχία του καπιταλισμού στην μετατροπή της εργασίας σε εμπόρευμα, τόσο πιο μικρή είναι η αξία κάθε μονάδας εμπορεύματος που παράγει, τόσο πιο χαμηλό είναι το ποσοστό κέρδους, και τελικά τόσο πιο κοντά είναι η επόμενη ύφεση της οικονομίας σαν συστήματος.»
Αυτό στο οποίο φαίνεται να αναφέρεται εδώ είναι η ιστορική πορεία της καπιταλιστικής παραγωγής, κατά την οποία το κεφάλαιο συνεχώς προσπαθεί να δημιουργήσει τις συνθήκες όπου η ζωντανή εργασία του εργαζόμενουμπορεί να αντικατασταθείμε μια μηχανή, που σήμερα πραγματοποιείται συχνά με την ανάπτυξη της ηλεκτρονικής αυτοματοποίησης, και πώς αυτή η προσπάθεια οδηγεί σε βίαιες κρίσεις με την επίδραση της πάνω στο ποσοστό κέρδους και στην ίδια την διαδικασία της συσσώρρευσης κεφαλαίου.
Η μοναδική πηγή της υπεραξίας, η οποία αποτελεί τη βάση για τη συσσώρευση κεφαλαίου, είναι η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Αυτό δεν είναι προϊόν της υποκειμενικής διάθεσης του καπιταλιστή, αλλά είναι ριζωμένη σε αντικειμενικές κοινωνικές σχέσεις βασισμένες στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγήςκαι την αγορά και πώληση της εργατικής δύναμης.
Το κεφάλαιο αποτελείται από δύο στοιχεία: τη δαπάνη κεφαλαίου στα μέσα παραγωγής (πρώτες ύλες, μηχανήματα κτλ) και τη δαπάνη κεφαλαίου για την αγορά εργατικής δύναμης. Ωστόσο, η υπεραξία προκύπτει μόνο από ένα μέρος του κεφαλαίου – αυτού που δαπανήθηκε στην εργατική δύναμη. Όμως η συσσώρευση περιλαμβάνει την επέκταση του συνόλου της μάζας του κεφαλαίου. Συνεπώς, στο βαθμό που η ζωντανή εργασία αποτελεί ένα συρρικνούμενο μέρος της παραγωγικής διαδικασίας, υπάρχει μια έμφυτη πτωτική τάση στο ποσοστό κέρδους, το οποίο καθορίζεται από την αναλογία της υπεραξίαςστη συνολική ποσότητα του κεφαλαίου.
Ένας αποφασιστικός τρόπος με τον οποίο το κεφάλαιο προσπαθεί να υπερνικήσει αυτή την τάση είναι η περαιτέρω ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας. Επιχειρεί να ελαττώσει το κομμάτι της εργάσιμης μέρας στο οποίο η ζωντανή εργασία αναπαράγει την αξία της εργατικής δύναμης και να αυξήσει το κομμάτι της εργάσιμης μέρας στο οποίο η πρόσθετη εργασία αποδίδεταιαπλήρωτη στο κεφάλαιο. Αυτό πραγματοποιείται με την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, έτσι ώστε οι διαδικασίες οι οποίες προηγουμένως διεξάγονταν με ζωντανή εργασία να μπορούν να διεξαχθούν με μηχανές.
Ώστόσο υπάρχουν έμφυτα όρια σε αυτή την διαδικασία. Αν, για παράδειγμα, η εργάσιμη μέρα είναι 8 ώρες και η αξία της εργατικής δύναμης αναπαράγεται σε 6 ώρες, τότε έχουμε 2 ώρες πρόσθετης εργασίας. Ανηπαραγωγικότητατηςεργασίας διπλασιαστεί, ώστε ηαξίατηςεργατικής δύναμης να αναπαράγεται σε 3 ώρες, τότε η πρόσθετη εργασία που αποσπάται κατά τη διάρκεια της εργάσιμης μέρας θα έχει αυξηθεί από 2 ώρες σε 5. Αν η διαδικασία αυτή επαναληφθεί και η παραγωγικότητα της εργασίας διπλασιαστεί πάλι, τότε η αξία της εργατικής δύναμης αναπαράγεται μόνο σε 1,5 ώρες και η πρόσθετη εργασία θα έχει αυξηθεί από 5 σε 6,5 μόνο ώρες, που είναι πολύ χαμηλότερη ποσοστιαία αύξηση.
Άρα, όσο πιο πολύ έχει ήδη αναπτυχθεί η παραγωγικότητα της εργασίας, στη διάρκεια μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου, τόσο πιο δύσκολο είναι να εμποδιστεί η πτώση του ποσοστού κέρδους μέσω αυξήσεων στην παραγωγικότητα της εργασίας.
Η μείωση στον χρόνο που απαιτείται για την αναπαραγωγή της αξίας της εργατικής δύναμης δεν είναι τίποτε άλλο παρά το αποτέλεσμα της ανάπτυξηςτων παραγωγικών δυνάμεων και της κοινωνικής παραγωγικότητας της εργασίας – τη βάση της προόδου της ανθρώπινης κοινωνίας. Όμως λόγω της επίπτωσης της στο ποσοστό κέρδους, δηλαδή στο ποσοστό με το οποίο το κεφάλαιο συσσωρεύεται και επεκτείνεται – η αυτοπραγμάτωση του ως κεφάλαιο, όπως το θέτει ο Μαρξ – η ανάπτυξη της κοινωνικής παραγωγικότητας της εργασίας δημιουργεί μια ιστορική κρίση στην καπιταλιστική μέθοδο παραγωγής, η οποία εκφράζεται μέσα από αυξανόμενες κρίσεις.
«Η αυξανόμενη σύγκρουση ανάμεσα στην παραγωγική ανάπτυξητης κοινωνίας,» γράφει ο Μαρξ, «και τις μέχρι τώρα υπάρχουσες παραγωγικές σχέσεις [βασισμένες στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και την αγορά και πώληση της εργατικής δύναμης] εκφράζεται μέσα από σφοδρές αντιθέσεις, κρίσεις και σπασμούς.»
Αυτές οι κρίσεις παίρνουν τη μορφή μιας συνεχώς αυξανόμενης οικονομικής αποτελμάτωσης, μιας επιβράδυνσης ή παύσης στη διαδικασία της συσσώρρευσης, και της καταστροφής ολόκληρων τμημάτων των παραγωγικών δυνάμεων μέσα από υφέσεις, βαθιές οικονομικές κρίσεις και στρατιωτικές συγκρούσεις.
Για να συνεχιστεί η διαδικασία της συσσώρευσης, ολόκληρα τμήματα του κεφαλαίου καταστρέφονται ούτως ώστε να αυξηθεί η υπεραξία που είναι διαθέσιμη σε εκείνα που παραμένουν. Η εργατική τάξη εξαθλιώνεται μέσα από τη μείωση των μισθών και την κατάργηση ή συρρίκνωση των κοινωνικών παροχών, οι οποίες σε τελευταία ανάλυση εκπροσωπούν μια παρακράτηση από την υπεραξία που αποδίδεται στο κεφάλαιο.
Είναι απαραίτητο να σημειώσουμε εδώ ότι αυτή η καταστροφή δεν προέρχεται από κάποια μείωση στην κοινωνική παραγωγικότητα της εργασίας, αλλά αντιθέτως από την αύξηση της. Με άλλα λόγια, η ανάπτυξη της κοινωνικής παραγωγικότητας της εργασίας, η οποία αποτελεί την βάση για την πρόοδο του ανθρώπινου πολιτισμού, είναι αυτή που δημιουργεί μια ολοένα βαθύτερη κρίση στο σύστημα του κέρδους, την οποία επιχειρεί να επιλύσει μέσα από την καταστροφή κεφαλαίου, δημιουργώντας μαζική ανεργία και φτώχεια και προκαλώντας τις συνθήκες για πόλεμο.
Όπως εξήγησε ο Μαρξ με τόση σαφήνεια: «Η βίαιη καταστροφή του κεφαλαίου όχι από εξωγενείς παράγοντες αλλά ως όρος για την αυτοσυντήρηρή του, είναι η πλέον δραματική μορφή συμβουλής προς το κεφάλαιο να αποχωρήσει και να δώσει τη θέση του σε μια ανώτερη μορφή κοινωνικής παραγωγής.» [ΚαρλΜαρξ, The Grundrisse, σελ. 749-750]
Πρέπει να επισημάνουμε ότι ο Μαρξ εδώ μιλάει γιαιστορικές διαδικασίες, όχι απλά διακυμάνσεις στον επιχειρηματικό κύκλο. Το κεφάλαιο έχει ήδη περάσει μέσα από περιόδους βίαιων εκρήξεων και καταστροφών στη διάρκεια του 20ού αιώνα καθώς προσπαθούσε απεγνωσμένα να συνεχίσει την ύπαρξή του. Από αυτές τις μεγάλες αναταραχές προέκυψαν ανείπωτα ανθρώπινα δεινά και εξαθλίωση απειλώντας την καταστροφή του ίδιου του ανθρώπινου πολιτισμού.
Η εργατική τάξη στη διάρκεια των θυελλών του 20ού αιώνα μπήκε επανειλημμένα στο αγώνα για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού. Ωστόσο, με εξαίρεση την Ρώσικη Επανάσταση, απέτυχε, λόγω των προδοσιών της ηγεσίας της. Το συμπέρασμα του βγάζει ο Βαρουφάκης, όπως τόσοι άλλοι, από την ιστορική αυτή εμπειρία είναι ότι οκαπιταλισμός είναι πολύ ισχυρός για να ανατραπεί και η ίδια η εργατική τάξη είναι οργανικά ανίκανη να σταθεί στο ύψος των ιστορικών της καθηκόντων.
Τώρα, καθώς άλλη μια κατάρρευση βρίσκεται σε εξέλιξη, η ανατροπή αυτής της ξεπερασμένης κοινωνικής και οικονομικής τάξης πραγμάτων μπαίνει ξανά στην ημερήσια διάταξη ως προϋπόθεση για την συνέχεια του ίδιου του πολιτισμού.
Όμως με όση δύναμη και να δίνεται «η συμβουλή προς το κεφάλαιο να αποχωρήσει», ο καπιταλισμός δεν θα εξαφανιστεί από μόνος του. Πρέπει να ανατραπεί από μια κοινωνική δύναμη την οποία δημιούργησε ο καπιταλισμός και της οποίας τα ιστορικά συμφέροντα έγκεινται στην υλοποίηση αυτού του έργου. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί παρά να είναι μια συνειδητή πράξη.
Αυτή η κοινωνική δύναμη είναι η διεθνής εργατική τάξη. Εδώ είναι πάλι αναγκαίο να ξεδιαλύνουμε την σύγχυση που δημιούργησε ο Βαρουφάκης σχετικά με την διαφορά μεταξύ της εργασίας και της εργατικής δύναμης. Η εργατική τάξη είναι εκείνη η τάξη, δημιουργημένη από το κεφάλαιο, που πωλεί το εμπόρευμά της, την εργατική δύναμη. Η κοινωνική της ταυτότητα δεν καθορίζεται από τη φυλή, το φύλο, τον σεξουαλικό προσανατολισμό ή οποιεσδήποτε άλλες κατηγορίες στις οποίες εστιάζονται μανιωδώς οι διεκπεραιωτές της «πολιτικής ταυτοτήτων», αλλά από τη σχέση της προς τα μέσα παραγωγής. Σαν πωλητής της εργατικής δύναμης, βρίσκεται στον αντίθετο πόλο του κεφαλαίου, η διαμετρική του αντίθεση, με ένα τρόπο που δεν είναι δυνατός σε καμμία άλλη κοινωνική δύναμη, λόγω του αντικειμενικού της ρόλου στην καπιταλιστική οικονομία.
Σήμερα, η πιο πρόσφατη φάση στην ιστορική εξέλιξη του καπιταλισμού, με κινητήρια δύναμη την απεγνωσμένη προσπάθεια να ξεπεράσει τις ανεπίλυτες αντιφάσεις του, έχει καταλήξει στην παγκοσμιοποίηση της παραγωγής και την καθιέρωση μιας παραγματικά παγκόσμιας αγοράς της εργατικής δύναμης. Η εργατική τάξη έχει γίνει η συντριπτική πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού και στέκεται, αντικειμενικά, ενωμένη παγκόσμια ενάντια στο αντίθετο της, το παγκόσμιο κεφάλαιο.
Λόγω του αντικειμενικού της κοινωνικού χαρακτήρα, η παγκόσμια αυτή τάξη, το προλεταριάτιο, δεν μπορεί να κερδίσει πουθενά αλλού την απελευθέρωσή της και να εμποδίσει την καταβύθιση της στην καταστροφή παρά ανατρέποντας το κοινωνικό σύστημα που βασίζεται στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και την ιδιωτική συσσώρευση. Υποχρεώνεται αναγκαστικά να αναλάβει τον έλεγχο των παραγωγικών δυνάμεων που έχει δημιουργήσει ως το σημείο αφετηρίας για την ανοικοδόμηση της κοινωνίας πάνω σε νέα, σοσιαλιστικά, θεμέλια. Συνοπτικά, καθώς πρόβλεψε ο Μαρξ: «Το προλεταριακό κίνημα είναι το αυτοσυνείδητο, ανεξάρτητο κίνημα της τεράστιας πλειοψηφίας υπέρ των συμφερόντων της τεράστιας πλειοψηφίας.»
Ο Βαρουφάκης έχει πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι το καπιταλιστικό σύστημα ήδη έχει μπει σε μια νέα εποχή βίαιων εκρήξεων. Η προοπτική του όμως είναι, με την πλήρη έννοια της λέξης, αντεπαναστατική.
Συμβουλεύει την καπιταλιστική τάξη και τους εκπροσώπους της ότι θα έπρεπε να δώσουν κάποια προσοχή στον Μαρξ, να αναγνωρίσουν πού κατευθύνεται το σύστημά τους και να προσπαθήσουν να διορθώσουν την πορεία για να αποτρέψουν την καταστροφή. Η συμβουλή αυτή προσφέρεται με στόχο τον πολιτικό αφοπλισμό της εργατικής τάξης επιμένοντας στην ιδέα ότι η διάσωση του καπιταλισμού από τον εαυτό του είναι η μόνη ρεαλιστική προοπτική που μπορεί να εμποδίσει τον φασισμό.
Ωστόσο, δεν είναι η σοσιαλιστική επανάσταση και η ανοικοδόμηση της κοινωνίας που αποτελούν κάποιο ουτοπικό ιδεώδες, αλλά η πολιτική ατζέντα που προωθεί ο Βαρουφάκης επιχειρώνταςμε κάποιο τρόπο μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού να επιβραδύνει ή να εμποδίσει μια καταστροφή.
Αυτό συμβαίνει επειδή η καταστροφική λογική της καπιταλιστικής οικονομίας, την οποία εξέθεσε ο Μαρξ, δεν είναι το αποτέλεσμα της υποκειμενικής προοπτικής της καπιταλιστικής τάξης ή των πολιτικών της εκπροσώπων, αλλά είναι ριζωμένη στις ανεπίλυτες αντιθέσεις του κερδοσκοπικού συστήματος. Οι ατζέντες τους είναι να εκφράσουν πολιτικά την αντικειμενικά έμφυτη ροπή του ίδιου του κεφαλαίου.
Συνεπώς, το κρίσιμο ζήτημα με το οποίο είναι αντιμέτωπη η εργατική τάξη είναι η ανάπτυξη του ανεξάρτητου πολιτικού της αγώνα για την ανατροπή του ιστορικά ξεπερασμένου και αντιδραστικού καπιταλιστικού σύστηματος,βασιζόμενη στο πρόγραμμα και την προοπτική του Μαρξισμού.
Η εργατική τάξη θα οδηγηθεί από την κρίση του καπιταλιστικού συστήματος σε μαζικούς κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες, των οποίων τα πρώτα σημάδια ήδη έχουν αρχίσει να εμφανίζονται. Όμως όσο μεγάλη και αν είναι η έκταση και η έντασή τους, το αναγκαίο πρόγραμμα για την ανατροπή του καπιταλισμού δεν θα προκύψει αυθόρμητα μέσα από αυτούς τους αγώνες. Ο κρίσιμος κρίκος στην αλυσίδα της ιστορικής αιτιότητας που οδηγεί στην ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος είναι ο ρόλος του επαναστατικού κόμματος, το οποίο παρέχει το πρόγραμμα και την προοπτική για το έργο αυτό – με λίγα λόγια, την αναγκαία επαναστατική ηγεσία.
Δεδομένου ότι ο Βαρουφάκης θεωρεί πως ο ρόλος του είναι να σώσει τον καπιταλισμό από τον εαυτό του, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι κατευθύνει τις κριτικές που ασκεί στον Μαρξ προς αυτό το αποφασιστικό ζήτημα.
Προς το τέλος του άρθρου του, στο οποίο εξηγεί γιατί είναι «τρομερά θυμωμένος με τον Μαρξ» και θεωρεί τον εαυτό του σαν «έναν ασταθή, ασυνεπή Μαρξιστή,» ο Βαρουφάκης ισχυρίζεται ότι ο ιδρυτής του επιστημονικού σοσιαλισμού «διέπραξε δύο εντυπωσιακά λάθη, το ένα από παράλειψη και το άλλο από διάπραξη.»
Το λάθος της παράλειψης, ισχυρίζεται ο Βαρουφάκης, έγκειται στην αποτυχία του Μαρξ να αφιερώσει αρκετή σκέψη στην επίπτωση των δικών του θεωριών πάνω στον κόσμο. Ο Μαρξ «δεν εκδήλωσε καμμία ανησυχία για το ενδεχόμενο ότι οι οπαδοί του, άνθρωποι με ανώτερη κατανόηση των δυνατών αυτών ιδεών από τον μέσο εργαζόμενο, θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την δύναμη που τους δόθηκε, μέσω των ιδεών του Μαρξ, για να κακομεταχειριστούν άλλους συντρόφους, να χτίσουν τη δική τους βάση εξουσίας για να αποκτήσουν θέσεις επιρροής.»
Με άλλα λόγια, αντί να παρέχει τα θεωρητικά όπλα με τα οποία η εργατική τάξη θα μπορούσε να επιτύχει την απελευθέρωσή της, ο Μαρξ, διαμόρφωσε μια θεωρία που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από μια ελίτ διανοουμένων για να ασκήσει εξουσία πάνω στην εργατική τάξη. Αυτό είναι απλά μια παραλλαγή ενός πολύ παλιού θέματος: ότι ο Μαρξισμός και ο ίδιος ο Μαρξ είναι κατά κάποιο τρόπο υπεύθυνοι για τα εγκλήματα όλων αυτών που τους πρόδωσαν.
Ο Βαρουφάκης δεν προσφέρει καμμία συγκεκριμένη εξέταση των ιστορικών γεγονότων για να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του. Και ούτε θα μπορούσε, διότι η ιστορία αποδεικνύει το ακριβώς αντίθετο από την άποψή του.
Ας αναλογιστούμε την άνοδο της σταλινικής γραφειοκρατίας στη Σοβιετική Ένωση, η οποία την δεκαετία του 1920 μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση σφετερίστηκε την πολιτική εξουσία από την εργατική τάξη. Η άνοδος της στην εξουσία πάνω από την εργατική τάξη δεν ήταν προϊόν μιας ανώτερης γνώσης της μαρξιστικής θεωρίας, αλλά προϊόν της απομόνωσης της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία, κάτω από συνθήκες οικονομικής καθυστέρησης και έλλειψης υλικών πόρων, οδήγησε στην εμφάνιση μιας γραφειοκρατικής κάστας.
Οι ιδεολογικές καταβολές του σταλινισμού δεν βασίζονταν στη μαρξιστική θεωρία, αλλά στην αντιμαρξιστική εθνικιστική θεωρία του «σοσιαλισμού σε μία χώρα», ένα δόγμα το οποίο είχε διαψευστεί πολύ πιο πριν από τον Μαρξ.
ΣτηΓερμανική Ιδεολογία του 1845-46, όπου ο Μαρξ άρχισε να επεξεργάζεται τη θεωρία του ιστορικού υλισμού, εξήγησε πως ο κομμουνισμός προϋποθέτει και προκύπτει από την ανάπτυξη της παγκόσμιας αγοράς, και ότι « το προλεταριάτο μπορεί να υπάρξει μόνο σε κοσμοϊστορική βάση, ακριβώς όπως και ο κομμουνισμός, η δραστηριότητα του [προλεταριάτου], μπορεί να έχει μόνο μια ‘κοσμοϊστορική’ ύπαρξη.»
Επιπλέον, η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα ήταν η αναγκαία προϋπόθεση για τον κομμουνισμό διότι «χωρίς αυτή, η στέρηση απλά παίρνει γενική μορφή και, συνάμα η διανομή, η πάλη για τα προς το ζήν και όλη η παλιά βρώμικη κατάσταση αναγκαία θα αναπαράγονταν.» [ German Ideology, σελ. 46, 48]
Ήταν πάνω σε αυτά τα μαρξιστικά θεμέλια όπου ο Τρότσκι στο δεξιοτεχνικό του έργο Η Προδομένη Επανάσταση πρόσφερε την επιστημονική ανάλυση για την άνοδο της σταλινικής γραφειοκρατίας – τον εκπρόσωπο «όλης της παλιάς βρώμικης κατάστασης» – δείχνοντας με ποιο τρόπο αναδύθηκε ως ο χωροφύλακας της κοινωνικής ανισότητας κάτω από συνθήκες οικονομικής καθυστέρησης και απομόνωσης της Σοβιετικής Ένωσης από την παγκόσμια οικονομία και του διεθνούς καταμερισμού εργασίας ο οποίος προέκυψε από τις ήττες της εργατικής τάξης στην Δυτική Ευρώπη.
Σε αντίθεση με την ιδέα πως η ανερχόμενη γραφειοκρατεία βάσισε την άνοδό της στην εξουσία σε μια ανώτερη γνώση του μαρξισμού από διανοούμενους, ο σταλινισμός αναδύθηκε μέσα από έναν αδυσώπητο πόλεμο κατά του αυθεντικού Μαρξισμού. Αυτός ο πόλεμος, ο οποίος ξεκίνησε στο ιδεολογικό πεδίο, οδήγησε στην μαζική δολοφονία της μαρξιστικής πρωτοπορείας, με αποκορύφωμα την δολοφονία του Τρότσκι το 1940.
Η πραγματικότηταείναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό που περιγράφει ο Βαρουφάκης. Το άνθος των μαρξιστικών στελεχών, οι πιο δυνατοί και διορατικοί στοχαστές, εκείνοι που διέθεταν την πιο στέρεα κατανόηση της μαρξιστικής θεωρίας και οι οποίοι αφιέρωσαν τις ζωές τους χρησιμοποιώντας αυτή τη γνώση για να καθοδηγήσουν την εργατική τάξη στην υλοποίηση του ιστορικού της έργου, εξολοθρεύτηκε καθώς οι άπληστοι γραφειοκράκτες, υιοθετώντας αντιμαρξιστικές ιδέες, εξασφάλισαν για τους εαυτούς τους προνομιούχες θέσεις επιρροής. Τα αποτελέσματα της διανοητικής αυτής γενοκτονίας παραμένουν σήμερα, όχι μόνο στην πολιτικά και διανοητικά τοξική ατμόσφαιρα στην πρώην Σοβιετική Ένωση, αλλά επίσης στην εκτεταμένη σύγχυση και αποπροσανατολισμό μέσα στην εργατική τάξη.
Με βάση τον μαρξισμό, ο Τρότσκι όχι μόνο εξήγησε την προέλευση της γραφειοκρατίας και την άνοδό της στην εξουσία, αλλά επίσης προειδοποίησε πως αν δεν ανατρεπόταν από την εργατική τάξη, η γραφειοκρατία αναπόφευκτα θα οδηγούσε στην παλινόρθωση του καπιταλισμού. Η προοπτική αυτή επαληθεύθηκε με τραγικό τρόπο, σε αντίθεση με τους μυριάδες αστούς διανοούμενους και απολογητές του σταλινισμού οι οποίοι υποστήριζαν ότι η Σοβιετική Ένωση είχε εγκαθιδρυθεί μόνιμα.
Το δήθεν λάθος της διάπραξης του Μαρξ, σύμφωνα με τον Βαρουφάκη, ήταν ακόμα χειρότερο. Βρισκόταν στην «υπόθεσή του ότι η αλήθεια για τον καπιταλισμό θα μπορούσε να ανακαλυφθεί μέσα από τα μαθηματικά των μοντέλων του.»
Ο Μαρξ πράγματι χρησιμοποίησε μαθηματικά στο έργο του, όμως δεν διαμόρφωσε «μαθηματικά μοντέλα» παρόμοια με αυτά των αστών οικονομολόγων. Αντί για αυτό, επεξεργάστηκε μια ιστορική ανάλυση του καπιταλισμού, αποκαλύπτοντας τις έμφυτες αντιθέσεις του οι οποίες αποτελούσαν την πηγή της κίνησής του, και η ανάπτυξη των οποίων θα πρόβαλλε αναπόφευχτα την αναγκαιότητα για την ανατροπή του για να μπορέσει η ανθρωπότητα να ξαναρχίσει την άνοδική της πορεία.
Ωστόσο, η επίθεση στη χρήση των μαθηματικών από τον Μαρξ είναι μόνο μια αρχική έφοδος. Ο πραγματικός στόχος είναι οι προσπάθειες του Μαρξ να αποκαλύψει του νόμους της κίνησης της καπιταλιστικής οικονομίας.
Σύμφωνα με τον Βαρουφάκη, ο Μαρξ ξεκίνησε αγνοώντας πως «μια σωστή οικονομική θεωρία πρέπει να σέβεται την ιδέα πως οι κανόνες του απροσδιόριστου είναι οι ίδιοι απροσδιόσιστοι.»
Με λίγα λόγια, οι διακυμάνσεις της αγοράς, η αναρίθμητη σειρά τυχαίων γεγονότων μέσω των οποίων λειτουργεί, είναι ανεξιχνίαστα φαινόμενα. Δεν υπάρχουν υποβόσκουσες κινητήριες δυνάμεις που τα παράγουν και συνεπώς δεν υπάρχουν νόμοι που μπορούν να ανακαλυφθούν.
Η επιστημονική γνώση του τρόπου λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας και η διαμόρφωση μιας πρακτικής βάσει αυτής της γνώσης είναι συνεπώς πράγματα αδύνατα. Τα πάντα παραμένουν μυστήρια και, συνεπώς, η εργατική τάξη πρέπει απλά να υποκύψει στη μοίρα της.
Τί δυσφήμηση των διανοητικών ικανοτήτων της ανθρωπότητας, για να παραφράσουμε αυτό που είπε ο Μαρξ σχετικά με τον εφημέριο Μάλθους. Ο άνθρωπος είναι ικανός να αναπτύξει τις γνώσεις του για τα εξωτερικά όρια του σύμπαντος, να διεισδύσει στον πυρήνα του ατόμου και πιο πέρα, να ξεσκεπάσει τα μυστικά της ίδιας της ζωής στη δομή του DNA και του ανθρώπινου γενετικού κώδικα, αλλά η γνώση της δικής του κοινωνικο-οικονομικής του οργάνωσης, την οποία ο ίδιος δημιούργησε και διαμόρφωσε, παραμένει κλειστό βιβλίο.
Ο πολιτικός σκοπός που εξυπηρετεί αυτή η επίθεση ενάντια στην ίδια τη δυνατότητα μιας επιστημονικής κατανόησης του καπιταλισμού προβάλλει με πλήρη σαφήνεια στην επόμενη παράγραφο.
Σύμφωνα με τον Βαρουφάκη, η αναγνώριση από τον Μαρξ και, έμμεσα, από τους σύγχρονους μαρξιστές, ότι οι «νόμοι» του δεν είναι αμετάβλητοι θα σήμαινε ότι υπέκυπταν στις «ανταγωνιστικές φωνές στο συνδικαλιστικό κίνημα ότι η θεωρία του Μαρξ είναι ασαφής, και επομένως οι διακηρύξεις του δεν μπορούν να είναι οι μοναδικά και ξεκάθαρα σωστές. Ότιείναιδιαρκώςπροσωρινές.»
Εδώ ο Βαρουφάκης κάνει σαφή την σχέση του με ολόκληση της σχολή της μεταμοντερνιστικής πλαστογράφησης, η οποία επιμένει πως δεν υπάρχουν «μετα-αφηγήματα» της ιστορίας και πως δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια για να ανακαλυφθεί.
Ο πολιτικός σκοπός αυτής της επίθεσης στο ίδιο το ενδεχόμενο μιας επιστημονικής κατανόησης της καπιταλιστικής οικονομίας είναι η επιμονή στην ιδέα πως δεν υπάρχει βάση πάνω στην οποία η εργατική τάξη μπορεί να αναπτύξει έναν πολιτικό αγώνα κατά των προδοσιών του συνδικαλιστικού μηχανισμού και ψευτο-αριστερών κομμάτων όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, διότι τα πάντα είναι απροσδιόριστα. Υπάρχουνπολλέςαλήθειες, καισυνεπώςδενυπάρχεικαμμίααλήθεια.
Ο επίμονος τρόπος με τον οποίο ο Βαρουφάκης υπερασπίζεται αυτή την ιδέα παρέχει μια ένδειξη της σημασίας της για τις κοινωνικές δυνάμεις τις οποίες υπερασπίζεται.
«Αυτή η αποφασιστικότητα,» γράφει, «για μια πλήρη και αυτοτελή ιστορία, ή μοντέλο, για την τελευταία λέξη, είναι κάτι που δεν μπορώ να συγχωρήσω τον Μαρξ. Απέδειξε, τελικά, ότι έφερε την ευθύνη για πολλά λάθη και, πιο σημαντικά, για αυταρχισμό.»
Έχουν κάποια οξεία ειρωνεία οι καταγγελίες του Βαρουφάκη για τον μαρξισμό ότι άνοιξε τον δρόμο στον αυταρχισμό. Στις πέντε βδομάδες από τότε που ανέβηκε στην εξουσία, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, στην οποία είναι υπουργός οικονομικών, έχει υποστεί τον αδιάλλακτο αυταρχισμό του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, καθώς απαιτεί την εντατικοποίηση της επίθεσης κατά της ελληνικής εργατικής τάξης και την απόρριψη του ίδιου του προγράμματος με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ εκλέχτηκε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ υπέκυψε σε αυτόν τον αστικό αυταρχισμό μέσα σε λίγες βδομάδες με τον πιο αξιοθρήνητο και δειλό τρόπο. Στην επόμενη περίοδο θα δούμε τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Βαρουφάκη, αν είναι ακόμα στην κυβέρνηση, να επιστρατεύουν την βία του καπιταλιστικού κράτους για να καταστείλουν αιματηρά την αντίθεση που θα προκύψει αναπόφευχτα μέσα στην εργατική τάξη.
Ο Βαρουφάκης απευθύνεται στους πολιτικούς εκπροσώπους της χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας ως «συναδέλφους» και «εταίρους.» Όμως οι εργαζόμενοι και οι διανοούμενοι που καταγγέλουν την συνθηκολόγηση του Βαρουφάκη και της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ ως προδοσία, βάσει της επιστημονικής ανάλυσης του Μαρξισμού, κατηγορούνται πως ανοίγουν τον δρόμο στον αυταρχισμό.
Το άρθρο του Βαρουφάκη χρησιμεύει στο ξεσκέπασμα του ταξικού χαρακτήρα της προοπτικής του και της κυβέρνησης την οποία υπηρετεί. Ακόμα πιο σημαντικά, επισημαίνει το γεγονός ότι ο αγώνας κατά των προδοσιών του ΣΥΡΙΖΑ και του ψευτο-αριστερού χώρου στον οποίο ανήκει πρέπει να επικεντρωθείστον θεωρητικό αγώνα ενάντια σε ολόκληρη τη σχολή της μεταμοντερνιστικής πλαστογράφησης, η οποία, με τις επιθέσεις της ενάντια στην επιστημονική ανάλυση του Μαρξισμού, απλά λειτουργεί σαν ιδεολογική θεραπαινίδα της χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας.
28 Φεβρουάριος 2015