Με την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων το Σαββατοκύριακο μεταξύ των Ελλήνων και Ευρωπαίων αξιωματούχων, η κρίση στην Ελλάδα – και, πράματι, στην Ευρώπη ολόκληρη – έχει μπει σε κρίσιμο στάδιο.
Τόσο η ΕΕ όσο και η υπό την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ελληνική κυβέρνηση έχουν δηλώσει την επιθυμία τους να συνάψουν μια συμφωνία η οποία θα δώσει στην Αθήνα πρόσβαση σε πιστώσεις με αντάλλαγμα την επιβολή περαιτέρω μέτρων λιτότητας. Ωστόσο, οι προοπτικές για την σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας εξαφανίζονται γρήγορα.
Η χθεσινή κατάρρευση του χρηματιστήριου της Αθήνας και οι πτώσεις στις ευρωπαϊκές αγορές αντανακλούν την αυξανόμενη αβεβαιότητα στους κύκλους της χρηματοπιστωτικής ελίτ σχετικά με τις συνέπειες της κατάστασης στην Ελλάδα. Αν δεν υπάρξει γρήγορα σύναψη μιας συμφωνίας το γεγονός αυτό μπορεί να οδηγήσει στην χρεωκοπία του ελληνικού κράτους, την κατάρρευση των ελληνικών και διεθνών τραπεζών, την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και την επαναφορά του εθνικού νομίσματος, και ακόμα και τη διάλυση της ίδιας της ΕΕ.
Πάνω απ’όλα, όπως έγραψε η Φαϊνάσιαλ Τάιμς, η άρχουσα τάξη φοβάται τις «βίαιες διαδηλώσεις» από «μεγάλα πλήθη» — δηλαδή την πρόκληση της εργατικής τάξης στην ατζέντα λιτότητας της ΕΕ.
Το πρόγραμμα το οποίο απαιτεί η ΕΕ να υλοποιήσει η Ελλάδα είναι καταστροφικό. Πέρα από τις επιθέσεις των τελευταίων έξι χρόνων – περικοπές 30 με 40 τοις εκατό στον μέσο μισθό, αύξήση στους φόρους περιουσίας, άρνηση ιατρικής περίθαλψης σε εκατομμύρια κόσμο, άνοδο της μαζικής ανεργίας, πείνα και έλλειψη στέγης – η χρηματοπιστωτική ελίτ επιδιώκει περικοπές ύψους 20 τοις εκατό στις συντάξεις και την αύξηση στις τιμές ενέργειας και καυσίμων.
Η εξαθλίωση των Ελλήνων εργαζομένων είναι μόνο η πιο άγρια έκφραση του πολέμου της ΕΕ ενάντια σε ολόκληρη της ευρωπαϊκή εργατική τάξη – από τους νόμους Χάρτς IV στην Γερμανία μέχρι τα μισητά προγράμματα λιτότητας στην Βρετανία, την Γαλλία και την Νότια Ευρώπη.
Όταν ανήλθε στην εξουσία στις αρχές του χρόνου, η ελληνική κυβέρνηση υπό την ηγεσία του πρωθουπουργού Αλέξη Τσίπρα κατέστησε σαφή την υποστήριξή της για το σύνολο της ατζέντας λιτότητας των ευρωπαϊκών τραπεζών και της «τρόικας» της ΕΕ, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Η κυβέρνηση επιδίωξε μερικές ελάχιστες παραχωρήσεις ούτως ώστε να δικαιολογήσει κοινωνικές περικοπές δισεκατομμυρίων ευρώ.
Ωστόσο, οι αξιωματούχοι της ΕΕ, απαιτούν ταπεινωτική υποταγή. Καθώς η ΕΕ ετοιμάζεται να διακόψει την πίστωση στο ελληνικό κράτος και τις ελληνικές τράπεζες, οδηγώντας τους έτσι στην χρεωκοπία καθώς επιχειρεί να επιβάλλει πειθαρχία στον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα πιο σφοδρές επιπτώσεις είναι πιθανές.
Η σκληρή γραμμή των ευρωπαϊκών «θεσμών» έχουν προκαλέσει πολιτική κρίση στην Ελλάδα, με την κυβέρνηση να αντιμετωπίζει εσωτερικές διαμάχες σχετικά με το πώς να προχωρήσει. Ο Τσίπρας έχει πλήρη επίγνωση πως δεν μπορεί να φανεί ότι αγνοεί πλήρως τα μαζικά αισθήματα. Ξέρει πως η απόφαση να δεσμευτεί στην διατήρηση του Μνημονίου λίγες εβδομάδες αφότου ανήλθε στην εξουσία, εγκαταλείποντας έτσι της προεκλογικές υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ πως θα ακύρωνε την λιτότητα, έχει κάνει μεγάλη ζημιά στην αξιοπιστία της κυβέρνησης.
Ο Τσίπρας φοβάται πως μια πλήρη συνθηκολόγηση μπορεί να οδηγήσει σε μαζικές κοινωνικές αναταραχές, τις οποίες η κυβέρνησή του θα είναι ανίκανη να ελέγξει. Επίσης γνωρίζει πως υπάρχουν ισχυρά τμήματα της αστικής τάξης μέσα στην Ελλάδα τα οποία δεν είναι διατεθειμένα να δεχθούν μια έξοδο από την Ευρωζώνη, πόσο μάλλον την στάση πληρωμών του χρέους, την επιβολή συναλλαγματικού ελέγχου και άλλων μέτρων. Συνειδητοποιεί πως και τα δύο ενδεχόμενα – αποδοχή των επιταγών της ΕΕ ή αθέτηση του χρέους – θα εντατικοποιήσουν την κοινωνική και πολιτική κρίση στην Ελλάδα και μπορούν να οδηγήσουν στην επέμβαση του στρατού, πυροδοτώντας έτσι έναν εμφύλιο πόλεμο στην Ελλάδα.
Έτσι, ο Τσίπρας επιδιώκει έναν συμβιβασμό που θα του δώσει μια διέξοδο. Βασίζεται σε μια έκκληση προς τμήματα της ευρωπαϊκής αστικής τάξης τα οποία πιστεύουν πως η σκληρή γραμμή στην οποία επιμένει η Γερμανία μπορεί να έχει απρόβλεπτες και ανεπανόρθωτες συνέπειες και πως θα ήταν καλύτερο να δοθεί κάτι στον ΣΥΡΙΖΑ ούτως ώστε να διατηρήσει την πολιτική του αξιοπιστία βοηθώντας τον έτσι να προσφέρει τις υπηρεσίες του ως όργανο της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα.
Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, αντανακλώντας την κοινωνική του βάση σε τμήματα της ελληνικής καπιταλιστικής τάξης και της ευκατάστατης μεσαίας τάξης, στοχεύει, το πολύ, στην τροποποίηση του προγράμματος λιτότητας. Οποιοδήποτε αποτέλεσμα μέσα σε αυτό το πλαίσιο αφήνει ανέγγιχτα τα θεμέλια της επίθεσης κατά της εργατικής τάξης: τον καπιταλισμό και την οικονομική και πολιτική δικτατορία των τραπεζών.
Το πιεστικό πολιτικό ζήτημα με το οποίο είναι αντιμέτωπη η εργατική τάξη δεν είναι πώς να βρει την πιο καλή πολιτική λιτότητας, αλλά πως να προωθήσει ένα ανεξάρτητο πρόγραμμα το οποίο έχει την δυνατότητα να ξεπεράσει την χωρίς προηγούμενο οπισθοδρόμηση που έχει επιβληθεί από ένα ξεπερασμένο κοινωνικό κατεστημένο. Μέσα στην Ελλάδα, αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει:
● Τη μονομερή αποκήρυξη όλων των χρεών του ελληνικού κράτους: Το γιγαντιαίο και μη βιώσιμο κρατικό χρέος είναι αντίθετο με τα πιο στοιχειώδη κοινωνικά δικαιώματα της εργατικής τάξης. Έχει παράσχει στους χρηματοπιστωτικούς πειρατές της «τρόικας» τεράστιο περιθώριο για την άσκηση εκβιασμού. Ως αντάλλαγμα για κονδύλια που χρειάζονται για την αποπληρωμή του χρέους, απαιτούν βάρβαρες περικοπές.
● Την επιβολή ελέγχων κεφαλαίου: Οι Έλληνες καπιταλιστές και οι υπερεθνικές επιχειρήσεις που λειτουργούν στην Ελλάδα ήδη έχουν αρχίσει να αποσύρουν χρήματα από την Ελλάδα. Θα επιδίωκαν να προστατεύσουν τον πλούτο και τα προνόμια τους ενάντια σε πρωτοβουλίες που ευνοούν του εργαζόμενους επιταχύνοντας την φυγή του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο αυτό, το οποίο αποτελείται από τον πλούτο που δημιουργήθηκε από την εργασία των εργαζομένων, πρέπει να παραμείνει υποχρεωτικά μέσα στην Ελλάδα και να χρησιμοποιηθεί για την εξασφάλιση των βασικών κοινωνικών δικαιωμάτων του πληθυσμού σε δουλειές και κοινωνικές υπηρεσίες. Ωστόσο, τέτοιου είδους έλεγχοι μπορούν να επιβληθούν μόνο αν οι ίδιες οι τράπεζες είναι υπό τον έλεγχο της εργατικής τάξης.
● Την εθνικοποίηση των τραπεζών και των κύριων βιομηχανιών υπό τον έλεγχο των εργαζομένων: Τα νευραλγικά τμήματα της οικονομίας πρέπει να υποταχθούν στην εκπλήρωση των κοινωνικών αναγκών του πληθυσμού. Κάτω από τον δημοκρατικό έλεγχο των εργαζομένων, θα βοηθήσουν στην παροχή των αναγκαίων πόρων για την αντιστροφή των περικοπών σε θέσεις εργασίας και των κοινωνικών επιθέσεων της ΕΕ.
Πάνω απ’όλα, είναι αναγκαίο να γίνει μια άμεση έκκληση στους εργαζόμενους της Ευρώπης. Δεν υπάρχει λύση στην ελληνική κρίση μέσα στα όρια της ίδιας της Ελλάδας.
Η αναμέτρηση που αναδύεται είναι μεταξύ του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και της εργατικής τάξης όλης της Ευρώπης, όχι μόνο της Ελλάδας. Πριν από δύο χρόνια η Επίτροπος της Κομισιόν Μαρία Δαμανάκη, εξηγώντας την διάσωση της Κύπρου από την ΕΕ, δήλωσε, «Η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Κομισιόν τα προηγούμενα ενάμισυ με δύο χρόνια ήταν η μείωση του κόστους εργασίας σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες ούτως ώστε να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων σε σχέση με τους αντιπάλους τους στην Ανατολική Ευρώπη και Ασία». Αυτή είναι η στρατηγική του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου: η προσαύξηση του πλούτου του επιβάλλοντας μια «εξίσωση προς τα κάτω» στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων ανά τον κόσμο.
Όπως η επίθεση κατά των Ελλήνων εργαζομένων είναι μέρος μιας πανευρωπαϊκής, και πράγματι παγκόσμιας επίθεσης, έτσι και ένας επιτυχής αγώνας ενάντια σε αυτή την επίθεση απαιτεί την ανεξάρτητη κινητοποίηση της εργατικής τάξης όλης της Ευρώπης και διεθνώς.
Η ελληνική εργατική τάξη μπορεί να υπερασπίσει τον εαυτό της μόνο με μια έκκληση για το χτίσιμο ενός ενωμένου μαζικού κινήματος της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης για την υπεράσπιση των Ελλήνων εργαζομένων και ενάντια στην ΕΕ. Οι εργαζόμενοι σε όλη την Ευρώπη πρέπει να αρνηθούν όλες τις θυσίες που τους καλεί να κάνουν η άρχουσα τάξη εν ονόματι της διατήρησης του ευρώ ή της ΕΕ. Καθώς κινητοποιούνται στο αγώνα κατά των πολιτικών λιτότητας στις δικές του χώρες, το σύνθημά τους θα είναι: Υπερασπιστείτε τους Έλληνες εργαζόμενους!
Ο αγώνας για ένα τέτοιο πρόγραμμα απαιτεί πολιτική ρήξη με τον ΣΥΡΙΖΑ και με όλα τα όργανα αστικής εξουσίας στην Ελλάδα και σε όλη την Ευρώπη. Το επείγον ζήτημα που παραμένει είναι το ζήτημα της επαναστατικής ηγεσίας και της πολιτικής προοπτικής.
16 Ιουνίου 2015