Ελληνικά

Οι θεωρητικές και ιστορικές καταβολές της ψευτο-αριστεράς

Το World Socialist Web Site αναδημοσιεύει εδώ στα ελληνικά την εναρκτήρια αναφορά του πρόεδρου της Διεθνούς Συντακτικής Επιτροπής του WSWS Ντέιβιντ Νορθ προς το Δεύτερο Εθνικό Συνέδριο του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ισότητας (ΗΠΑ) στις 8 Ιουλίου 2012. Η αναφορά αποτελεί βασικό κείμενο για το πολιτικό και θεωρητικό πλαίσιο των γεγονότων στην Ελλάδα, όπου ο ψευτο-αριστερός ΣΥΡΙΖΑ ανήλθε στην κρατική εξουσία και γρήγορα συνθηκολόγησε με τις ευρωπαϊκές τράπεζες (Βλ. : «Η συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ και τα διδάγματα για την εργατική τάξη»).

* * *

Αρχίζουμε το Δεύτερο Εθνικό Συνέδριο του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ισότητας. Αυτό το Συνέδριο συνέρχεται στο μέσο της μεγαλύτερης οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής κρίσης του αμερικανικού και παγκόσμιου καπιταλισμού από τη δεκαετία του 1930. Δεν είναι ανάγκη να είναι κάποιος μαρξιστής για να παραδεχθεί την εξαιρετική αδυναμία ολόκληρου του διεθνούς οικονομικού συστήματος. Κρίνοντας από τα σχόλια που εμφανίζονται στον αστικό τύπο, η θεωρία της «καταστροφής» φαίνεται να έχει αποκτήσει ένα μεγάλο αριθμό οπαδών. Τέσσερα χρόνια μετά τη θεαματική κατάρρευση της Λήμαν Μπράδερς τον Σεπτέμβριο του 2008, δεν υπάρχει καμμία ένδειξη ότι η παγκόσμια οικονομική κρίση υποχωρεί.

Η αποτελμάτωση στη δημιουργία θέσεων εργασίας και η έντονη επιδείνωση της βιομηχανικής παραγωγής μέσα στις Ηνωμένες Πολιτείες καθιστούν γελοίους τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης Ομπάμα ότι μια «ανάκαμψη» βρίσκεται σε εξέλιξη. Η πιθανότητα μιας ουσιαστικής και διαρκούς αναβίωσης της αμερικανικής οικονομίας μειώνεται σημαντικά από την επιδεινούμενη πτωτική τάση στην Ευρώπη και την Ασία. Η ταυτόχρονη μείωση των επιτοκίων από την κεντρική Τράπεζα της Κίνας και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε συνδυασμό με την απόφαση της Τράπεζας της Αγγλίας να επιταχύνει το πρόγραμμα κινήτρων, επιβεβαιώνουν τη γενική πεποίθηση μέσα στις κυβερνώσες ελίτ ότι η κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας επιδεινώνεται γοργά.

Η κρίση έχει ένα συστημικό χαρακτήρα. Οι θεσμοί που ήταν στο επίκεντρο της ανάπτυξης και της σταθερότητας του παγκόσμιου καπιταλισμού στην περίοδο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο καταρρέουν. Η χρόνια κρίση του ευρώ προμηνύει την αποτυχία του σχεδίου της ευρωπαϊκής «ενότητας.» Οι κυβερνώσες ελίτ δεν έχουν καμμία αξιόπιστη απάντηση στην κρίση, η οποία σε σημαντική έκταση προκλήθηκε από τη δική τους απερισκεψία. Σαν τάξη είναι, πολιτικά όσο και ηθικά, χρεωκοπημένη. Το φαινόμενο της χρηματιστικοποίησης – που ορίστηκε από ένα σύγχρονο οικονομολόγο ως ένα «πρότυπο συσσώρευσης στο οποίο η κερδοφορία πραγματοποιείται όλο και περισσότερο μέσα από χρηματοοικονομικούς φορείς παρά μέσα από το εμπόριο και την παραγωγή εμπορευμάτων» [1] – αντιπροσωπεύει τον θρίαμβο του οικονομικού παρασιτισμού, και, ταυτόχρονα, την πτώση της αστικής κοινωνίας σε μια χαμηλότερη στάθμη εγκληματικότητας.

Το τελευταίο σκάνδαλο ήρθε στην επιφάνεια ως αποτέλεσμα της παραδοχής από την Barclays Bank στο Λονδίνο ότι είχε παραποιήσει το Προσφερόμενο Διατραπεζικό Επιτόκιο του Λονδίνου (Libor). Είναι, χωρίς αμφιβολία, μόνο ένα από τα πολλά ιδρύματα που εμπλέκονται σε αυτή την απάτη. Η σημασία και οι επιπτώσεις του προκαθορισμού του Libor βρίσκονται πέρα σχεδόν από κάθε ποσοτικό προσδιορισμό. Ο «προκαθορισμός» του Libor είναι το χρηματοοικονομικό αντίστοιχο του προκαθορισμού του αμερικανικού πρωταθλήματος μπέϊζμπολ! Το Libor είναι το σημείο αναφοράς που καθορίζει τα επιτόκια των τραπεζικών δανείων  σε αναρίθμητες εμπορικές συναλλαγές παντού στον κόσμο κάθε μέρα.

Περιγράφοντας μια πολύ λιγότερο αναπτυγμένη μορφή χρηματιστικοποίησης πριν από 92 περίπου χρόνια , ο Τρότσκι παρατήρησε: «Η συστηματική εξαγωγή υπεραξίας από τη διαδικασία της παραγωγής – το θεμέλιο της οικονομίας του κέρδους – φαίνεται σαν μια υπερβολικά ανιαρή απασχόληση στους κκ. Αστούς που έχουν συνηθίσει να διπλασιάζουν και να αποδεσμεύουν το κεφάλαιο τους μέσα σε δύο μέρες μέσω της κερδοσκοπίας, και πάνω στη βάση της διεθνούς ληστείας.» [2] Η κατάρρευση της νομιμότητας στο οικονομικό πεδίο αντικατοπτρίζει την αποσύνθεση της στο πολιτικό πεδίο.

Ο παρασιτισμός που διαποτίζει την καπιταλιστική κοινωνία βρίσκεται στη βάση  της κατάφωρης παραβίασης του αμερικανικού συντάγματος. Τον Δεκέμβριο του 2000, καθώς η υπόθεση Γκορ εναντίον Μπους όδευε προς το Ανώτατο Δικαστήριο, είπα ότι η έκβαση της υπόθεσης θα αποκάλυπτε την έκταση στην οποία υπήρχε ακόμη μια πολιτική βάση για δημοκρατικές αρχές μέσα στην άρχουσα τάξη. Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε, χωρίς διαμαρτυρία από κάποιο σημαντικό τμήμα του κατεστημένου, την κλοπή των εκλογών. Στη δεκαετία που ακολούθησε, έχει υπάρξει μια αδιάκοπη επίθεση ενάντια σε βασικά δημοκρατικά δικαιώματα. Ζούμε τώρα σε μια χώρα της οποίας η κυβέρνηση εξαπολύει πολέμους βασισμένη σε θρασύτατα ψέματα, ασκεί βασανιστήρια και διεκδικεί το δικαίωμα να εκτελεί δολοφονίες σε όλο τον κόσμο, περιλαμβάνοντας δολοφονίες Αμερικανών πολιτών, χωρίς να τηρούνται οι νόμιμες διαδικασίες. Ο πρόεδρος Ομπάμα δεν είναι, μπορούμε να υποθέσουμε, ο πρώτος πρόεδρος που διατάζει δολοφονίες. Αλλά είναι ο πρώτος που καυχάται γι’αυτό, και αφήνει να γίνει γνωστό ότι αφιερώνει ένα σημαντικό μέρος του χρόνου του στην επίβλεψη και την επιλογή των στόχων ενός προγράμματος εξωδικαστικών εκτελέσεων.

Μετά από ένα άρθρο στους New York Times το οποίο εξέθετε λεπτομερώς τον κεντρικό ρόλο του Ομπάμα στο πρόγραμμα εξωδικαστικών και παράνομων εκτελέσεων, ο πρώην πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ εξέδωσε μια δημόσια διαμαρτυρία. Ο Κάρτερ δεν είναι ένας πολιτικά αθώος. Αλλά φοβάται τις συνέπειες της εγκατάλειψης από την κυβέρνηση των συνταγματικών θεμελίων της αστικής εξουσίας. Ο Κάρτερ γνωρίζει ότι το Σύνταγμα είναι η ουσιαστική πηγή νομιμότητας της αμερικανικής κυβέρνησης. Χωρίς το κύρος του Συντάγματος, το οποίο ο πρόεδρος έχει ορκιστεί να «διατηρεί, προστατεύει και υπερασπίζεται,» το κράτος δεν έχει καμμία νομιμότητα. Στο μέτρο που εγκαταλείπει τη συνταγματική νομιμότητα, η άρχουσα τάξη πρέπει να καταφεύγει όλο και πιο ανοιχτά στην ισχύ και τη βία.

Η εγκατάλειψη των συνταγματικών αρχών δεν σημαίνει απλά αλλαγή μιας πολιτικής από κάποια κυβέρνηση. Αντίθετα, είναι η πολιτική έκφραση αλλαγών στις σχέσεις ανάμεσα στις κύριες τάξεις στην κοινωνία. Αυτές οι αλλαγές στις μορφές ταξικής εξουσίας είναι το αποτέλεσμα ανεπίλυτων αντιφάσεων στην αμερικανική και παγκόσμια οικονομία. Μερικά χρόνια πριν από το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Λένιν προειδοποίησε, σε ένα άρθρο που ανέλυε την εξέλιξη της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, ότι μια «φάση μισού αιώνα» στην ιστορία, στην οποία κυριαρχούσαν συνθήκες πολιτικής νομιμότητας, έδινε τη θέση της σε μια άλλη φάση. Ο Λένιν πρόβλεψε ότι οι αντικειμενικές συνθήκες οδηγούσαν στην «καταστροφή όλης της αστικής νομιμότητας,» με πρώτα σημάδια τις «πανικόβλητες προσπάθειες εκ μέρους της αστικής τάξης να απαλλαγεί από τη νομιμότητα η οποία, παρόλο που ήταν το δικό της δημιούργημα, της έχει γίνει αφόρητη.» [3]

Η ιστορία επαλήθευσε την ανάλυση του Λένιν. Το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου σήμανε το τέλος μιας μακρόχρονιας «φάσης» κοινωνικο-οικονομικής και πολιτικής εξέλιξης. Μια περίοδος  βαθμιαίας εξέλιξης, νομιμότητας, έδωσε τη θέση της σε μια περίοδο πολέμων και επαναστάσεων. Σήμερα βλέπουμε μπροστά μας το τέλος μιας άλλης μακροχρόνιας φάσης ιστορικής εξέλιξης, κατά την οποία οι ενδο-ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί ήταν υπό έλεγχο και η κοινωνική αντίσταση της εργατικής τάξης είχε καταπνιγεί. Θα ήταν,  πράγματι,  πιο σωστό να πούμε ότι έχουμε ήδη εισέλθει σε μια νέα φάση ιστορικής εξέλιξης, μία φάση που χαρακτηρίζεται από τους μεγαλύτερους κοινωνικούς σπασμούς στην παγκόσμια ιστορία. Αυτή είναι, σίγουρα, η σημασία της κεντρικής διακήρυξης της πολιτικής απόφασης ότι η κρίση του 2008 εκπροσωπούσε, εξίσου με το 1914, το 1929 και το 1939, μια καμπή στην παγκόσμια ιστορία.

Το καθήκον που τίθεται σε αυτό το συνέδριο είναι να κατανοήσει τις πολιτικές επιπτώσεις αυτής της «καμπής» από τη σκοπιά της ιστορικής εξέλιξης της Τέταρτης Διεθνούς. Πριν από εβδομήντα τέσσερα χρόνια ο Τρότσκι άρχιζε το ιδρυτικό κείμενο της Τέταρτης Διεθνούς με τη φράση: «Η παγκόσμια πολιτική κατάσταση στο σύνολο της χαρακτηρίζεται κυρίως από μια ιστορική κρίση στην ηγεσία του προλεταριάτου.» Προσδιορίζοντας την αντίδραση του στην προχωρημένη κρίση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, αυτό το συνέδριο πρέπει να εξετάσει το ερώτημα: Μέσα στο πλαίσιο της εξέτασης της αλληλεπίδρασης των αντικειμενικών αντιφάσεων του παγκόσμιου καπιταλισμού και της ταξικής πάλης και της ανάπτυξης της Τέταρτης Διεθνούς, πώς εκτιμούμε σήμερα την κρίση της ηγεσίας της εργατικής τάξης;

Αυτό το ερώτημα απαιτεί μια επανεξέταση της ιστορίας του τροτσκιστικού κινήματος. Αυτό δεν είναι μια ακαδημαϊκή άσκηση: η μελέτη της ιστορίας της Τέταρτης Διεθνούς παρέχει μια βαθύτερη κατανόηση ουσιωδών κοινωνικο-οικονομικών διαδικασιών που βρίσκονται στη βάση της ανάπτυξης της ταξικής πάλης. Μια απόπειρα να αναλύσουμε την παρούσα κατάσταση και να προσδιορίσουμε «συγκεκριμένα» καθήκοντα, ξέχωρα από μια επανεξέταση της ιστορικής εμπειρίας, μόλις που θα ξεπερνά τον πολιτικό ιμπρεσιονισμό, βασισμένο λίγο-πολύ σε μια εκλεκτική επιλογή εμπειρικών δεδομένων από τα μέσα ενημέρωσης, διάφορες κυβερνητικές και ακαδημαϊκές δημοσιεύσεις, και, ίσως, προσωπικές παρατηρήσεις. Μια τέτοια προσέγγιση δεν μπορεί να φτάσει σε μια βαθύτερη κατανόηση που προέρχεται από μια εξέταση των κοινωνικών δυνάμεων οι οποίες, επηρεασμένες από τις αντικειμενικές τάσεις της οικονομικής εξέλιξης, έχουν βρει μια ξεχωριστή έκφραση σε διάφορες περιόδους και «φάσεις» της ταξικής πάλης.

Αυτή η ιστορική προσέγγιση απαιτεί από αυτό το συνέδριο ένα ψηλό επίπεδο πολιτικής συνείδησης. Το συνέδριο το ίδιο είναι μια σημαντική «στιγμή» στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Οι σύνεδροι που έχουν συγκεντρωθεί σε αυτή την αίθουσα συμμετέχουν στις διαβουλεύσεις αυτού του συνεδρίου όχι σαν μια συνάθροιση από τυχαία άτομα, αλλά σαν εκπρόσωποι μιας ξεχωριστής διεθνούς τάσης που έχει αποσαφηνιστεί μέσα από πολλές δεκαετίες πάλης για το πρόγραμμα της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης. Όπως αποδεικνύεται από τα ιστορικά γεγονότα, οι αγώνες μέσα σε αυτό το κίνημα έχουν αναπτυχθεί είτε σαν άμεσο αποτέλεσμα, ή σαν πρόβλεψη, μεγάλων αλλαγών στη διεθνή πολιτική κατάσταση και των αντίστοιχων σχέσεων στις ταξικές δυνάμεις. 

Για να δράσει συνειδητά ένας επαναστάτης ή μια επαναστάτρια μέσα στην ιστορική διαδικασία χρειάζεται να αποκτήσει όλα όσα μπορούν να αποκτηθούν από τις εμπειρίες και τις παραδόσεις της Τέταρτης Διεθνούς. Ένας μαρξιστής ή μια μαρξίστρια πρέπει να τοποθετούν τις δικές τους τακτικές μέσα στην ιστορική τροχιά της πάλης για την επίλυση της κρίσης της επαναστατικής ηγεσίας. Πριν 30 χρόνια σχεδόν, το φθινόπωρο του 1982, καθώς επιχειρούσα να ξεκαθαρίσω, κυρίως μέσα στο δικό μου μυαλό, τη σημασία των διαφορών πάνω στη θεωρία, την πολιτική προοπτική και την τακτική που είχαν εμφανιστεί  μέσα στη Διεθνή Επιτροπή της Τέταρτης Διεθνούς, είχα γράψει:

Η ιστορία του τροτσκισμού δεν μπορεί να κατανοηθεί σαν μια σειρά από ασύνδετα επεισόδια. Η θεωρητική του εξέλιξη έχει αφαιρεθεί από τα στελέχη του μέσα από το συνεχές ξετύλιγμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και τους αγώνες του διεθνούς προλεταριάτου. Η αδιάσπαστη συνέχεια των πολιτικών αναλύσεων του για όλες τις θεμελιώδεις εμπειρίες της ταξικής πάλης, που καλύπτουν μια ολόκληρη ιστορική εποχή, αποτελεί τον τεράστιο πλούτο του τροτσκισμού ως της μόνης ανάπτυξης του μαρξισμού μετά τον θάνατο του Λένιν το 1924.

Μια ηγεσία που δεν παλεύει συλλογικά να αφομοιώσει το σύνολο αυτής της ιστορίας δεν μπορεί να εκπληρώσει επαρκώς τις επαναστατικές της υποχρεώσεις προς την εργατική τάξη. Χωρίς μια πραγματική γνώση της ιστορικής εξέλιξης του τροτσκιστικού κινήματος, αναφορές στον διαλεκτικό υλισμό δεν είναι απλά κούφιες – αυτού του είδους χωρίς νόημα αναφορές ανοίγουν τον δρόμο για μια πραγματική διαστρέβλωση της διαλεκτικής μεθόδου. Η πηγή της θεωρίας δεν βρίσκεται στη σκέψη αλλά στον αντικειμενικό κόσμο. Έτσι η ανάπτυξη του τροτσκισμού συνεχίζεται μέσα από τις καινούργιες εμπειρίες της ταξικής πάλης, οι οποίες εναποτίθενται πάνω σε ολόκληρη την ιστορικά αποκτημένη γνώση του κινήματος μας.

«‘Ετσι η γνώση κυλάει μπροστά από περιεχόμενο σε περιεχόμενο ... εξυψώνει στο κάθε νέο στάδιο προσδιορισμού ολόκληρη τη μάζα του προηγούμενου περιεχομένου της, και με τη διαλεκτική της πρόοδο όχι μόνο δεν χάνει τίποτε και δεν αφήνει τίποτε πίσω, αλλά φέρνει μαζί της όλα όσα έχει αποκτήσει, εμπλουτίζοντας και επικεντρώνοντας τον εαυτό της πάνω στον εαυτό της...»

Παραθέτοντας αυτό το απόσπασμα από την Επιστήμη της Λογικής του Χέγκελ ο Λένιν, στα Φιλοσοφικά Τετράδια του, έγραψε: «Αυτό το απόσπασμα δεν είναι καθόλου κακό ως ένα είδος ανακεφαλαίωσης της διαλεκτικής.» Δεν είναι επίσης ούτε κακό «ως ένα είδος ανακεφαλαίωσης» της σταθερής διαλεκτικής ανάπτυξης της τροτσκιστικής θεωρίας. [4]

Πρέπει τώρα να προσκομίσουμε σε αυτό το συνέδριο ολόκληρο το «προηγούμενο περιεχόμενο» των εμπειριών της Τέταρτης Διεθνούς. Αυτή η προσπάθεια θα συμβάλει σημαντικά σε μια κατανόηση του σημερινού σταδίου της κρίσης της ηγεσίας της εργατικής τάξης και τι πρέπει να γίνει για να επιλυθεί.

Ας συγκρίνουμε την έμφαση που δίνουμε στην ιστορική συνείδηση – και τη σημασία της επανεξέτασης των ιστορικών εμπειριών – με τη στάση που επικρατεί μέσα στο χώρο της μεσοαστικής ψευτο-αριστεράς. Ο Αλέν Κριβίν, ο κύριος ηγέτης του Νέου Αντι-καπιταλιστικού Κόμματος (NPA) στη Γαλλία, έχει γράψει:

Σε αντίθεση με το LCR (Διεθνής Κομμουνιστική Λίγκα στην Ιταλία), το NPA ωστόσο δεν επιλύει μερικά ζητήματα, τα αφήνει ανοικτά για μελλοντικά Συνέδρια. Για παράδειγμα, όλες οι στρατηγικές συζητήσεις για την ανάληψη της εξουσίας, τα μεταβατικά αιτήματα, τη δυαδική εξουσία, κτλ. Δεν ισχυρίζεται ότι είναι καθαυτό τροτσκιστικό, αλλά θεωρεί τον τροτσκισμό σαν ένα από τους συνεισφέροντες, ανάμεσα σε άλλους, στο επαναστατικό κίνημα. Μη θέλοντας, όπως έπρεπε να κάνουμε κάτω από τον σταλινισμό, να διαμορφώνουμε πολιτική κοιτάζοντας πίσω μέσα από καθρέφτη, το NPA δεν έχει θέση για το τι ήταν η Σοβιετική Ένωση, ο σταλινισμός, κτλ. Η πολιτική βασίζεται σε συμφωνία πάνω στην ανάλυση της περιόδου και στα καθήκοντα. [5]

 Με άλλα λόγια, το NPA δεν παίρνει καμμία θέση για τις πολιτικές εμπειρίες του εικοστού αιώνα. Ακολουθεί την τακτική της ιστορικής αποχής. Το NPA δεν έχει τίποτε να πει για το  παρελθόν. Αλλά, πρέπει να ερωτηθεί, πώς μπορεί να διαμορφώσει επαναστατική πολιτική για οποιοδήποτε ζήτημα χωρίς να καταπιαστεί με τα διδάγματα της πλέον ταραχώδους περιόδου της παγκόσμιας ιστορίας; Θέλει να παραβλέψει τη Ρωσική Επανάσταση, την ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης, τις προδοσίες της σοσιαλδημοκρατίας και του σταλινισμού, το Ολοκαύτωμα, τους ιμπεριαλιστικούς παγκόσμιους πολέμους, την άνοδο και την πτώση των αντι-ιμπεριαλιστικών κινημάτων του εικοστού αιώνα, και την κατάρρευση των συνδικάτων και του προοδευτικού ρεφορμισμού. Πώς μπορούν να ξεχαστούν όλα αυτά; Ο Κριβίν και η συνοδεία του αντιδρούν στα πολιτικά γεγονότα πάνω σε μια εντελώς ιμπρεσιονιστική, εξειδικευμένη βάση. Μια τέτοια μέθοδος, η οποία έχει τις ρίζες της στην κοινωνική τους θέση, δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε παρά μόνο την πλέον καιροσκοπική, μυωπική και αντιδραστική πολιτική.

Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα κοινωνικά συμφέροντα που εκπροσωπούνται από τις μικροαστικές «αριστερές» - ή, με περισσότερη ακρίβεια, ψευτο-αριστερές – οργανώσεις και εκείνες της εργατικής τάξης γίνεται όλο και περισσότερο φανερός. Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Συνεδρίου του SEP, αυτές οι οργανώσεις λειτουργούν σαν τάσεις μέσα στην αστική πολιτική. Επιπλέον, στην έκταση που η πολιτική ταυτότητα τάσεων και κομμάτων βρίσκει την πιο ουσιαστική της έκφραση στον διεθνή τους προσανατολισμό και τοποθέτηση, οργανώσεις όπως η Διεθνής Σοσιαλιστική Οργάνωση (ISO) στις ΗΠΑ, το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (SWP) στη Βρετανία και το NPA στη Γαλλία λειτουργούν σαν απολογητές και συνεργοί του ιμπεριαλισμού. Υποστηρίζοντας με ενθουσιασμό τις νεο-αποικιακές επιχειρήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, της Βρετανίας και της Γαλλίας στη Λιβύη και τη Συρία, οι θεωρητικοί αυτών των οργανώσεων φτάνουν τώρα μέχρι την αποδοκιμασία του «αντανακλαστικού αντι-ιμπεριαλισμού.» Με άλλα λόγια, είναι τώρα διατεθειμένοι να δεχτούν ότι η στρατιωτική δράση των μεγάλων δυνάμεων είναι δικαιολογημένη και αξίζει την υποστήριξη τους.

Η μεταμόρφωση αυτών των ψευτο-αριστερών οργανώσεων σε φανερά όργανα της ιμπεριαλιστικής αντίδρασης είναι το αποτέλεσμα μιας ιστορικά παρατεταμένης κοινωνικής, πολιτικής και θεωρητικής διαδικασίας.

Το ιδρυτικό συνέδριο της Τέταρτης Διεθνούς συνήλθε τον Σεπτέμβριο του 1938. Στα προηγούμενα πέντε χρόνια υπήρξε μια σειρά από καταστροφικές ήττες της εργατικής τάξης, που προκλήθηκαν από τις προδοσίες των σταλινικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Η νίκη των ναζιστών το 1933 κατέληξε στη συντριβή του μεγαλύτερου και πολιτικά πλέον έμπειρου εργατικού κινήματος στην Ευρώπη. Μετά την ήττα στη Γερμανία, τα «λαϊκά μέτωπα» - συμμαχίες ανάμεσα στους σταλινικούς και τα προοδευτικά καπιταλιστικά κόμματα – που σχηματίστηκαν στη Γαλλία και την Ισπανία πρόσδεσαν την εργατική τάξη στους αστούς, εξασφάλισαν την πολιτική της παράλυση, και άνοιξαν τον δρόμο για ήττες.  Στη Σοβιετική Ένωση, η σταλινική τρομοκρατία κατέληξε στην εξολόθρευση όλων σχεδόν των μαρξιστικών στελεχών και των σοσιαλιστών διανοούμενων πού είχαν ηγηθεί στην Οκτωβριανή Επανάσταση και είχαν διασφαλίσει την επιβίωση της ΕΣΣΔ. Αυτά τα γεγονότα αποπροσανατόλισαν και αποθάρρυναν τους διανοούμενους στην Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αντιμέτωποι με τις πολιτικές ήττες που είχε υποστεί η εργατική τάξη, οι αριστεροί διανοούμενοι έδειχναν αυξανόμενη δυσπιστία για την προοπτική, και ακόμη τη δυνατότητα, της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο 1939 μετά την υπογραφή του Γερμανοσοβιετικού Σύμφωνου μη Επίθεσης και το ξέσπασμα του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου, ο σκεπτικισμός των μικροαστών διανοούμενων βρήκε έκφραση μέσα στο Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, το αμερικανικό τμήμα της Τέταρτης Διεθνούς. Τρία ηγετικά στελέχη του ΣΕΚ – ο Μαξ Σάχτμαν, ο Τζέιμς Μπάρναμ και ο Μάρτιν Άμπερν – συγκρότησαν μια μειοψηφική παράταξη που ήταν αντίθετη στον χαρακτηρισμό της Σοβιετικής Ένωσης από το κόμμα σαν εκφυλισμένου εργατικού κράτους. Οι απόψεις της μειοψηφίας ήταν έντονα επηρεασμένες από έναν Ιταλό συγγραφέα, τον Μπρούνο Ρίτζι, που πρόβαλε το επιχείρημα ότι ένα νέο σύστημα «γραφειοκρατικού κολλεκτιβισμού» – δηλαδή, μια νέα μορφή ταξικής κοινωνίας βασισμένης στον έλεγχο και τη διαχείριση της κρατικής περιουσίας από τη γραφειοκρατία – είχε δημιουργηθεί. Όπως έγραψε ο Ρίτζι στο βιβλίο του Η Γραφειοκρατικοποίηση του Κόσμου (The Bureaucratization of the World):

Στην ΕΣΣΔ, κατά την άποψη μας, είναι οι γραφειοκράτες που είναι οι ιδιοκτήτες, επειδή αυτοί είναι που κρατούν την εξουσία στα χέρια τους. Είναι αυτοί που διαχειρίζονται την οικονομία, ακριβώς όπως ήταν συνηθισμένο με την αστική τάξη. Είναι αυτοί που παίρνουν τα κέρδη, όπως κάνουν ακριβώς όλες οι εκμεταλλεύτριες τάξεις, που καθορίζουν τους μισθούς και τις τιμές. Επαναλαμβάνω – είναι οι γραφειοκράτες. Οι εργαζόμενοι δεν μετράνε σε τίποτε στη διακυβέρνηση της κοινωνίας. Και επιπλέον, δεν λαμβάνουν κανένα μερίδιο από την υπεραξία... Η πραγματικότητα είναι ότι η συλλογική ιδιοκτησία δεν είναι στα χέρια του προλεταριάτου αλλά στα χέρια μιας καινούργιας τάξης: μιας τάξης η οποία, στην ΕΣΣΔ, είναι ήδη ένα τετελεσμένο γεγονός, ενώ στα ολοκληρωτικά κράτη αυτή η τάξη βρίσκεται ακόμη σε στάδιο διαμόρφωσης. [6]

Στην αρχή της παραταξιακής πάλης μέσα στο ΣΕΚ, ο Τρότσκι προσδιόρισε τα πολιτικά και ιστορικά ζητήματα που προέκυπταν από τη θέση ότι η Οκτωβριανή Επανάσταση και η εγκαθίδρυση της ΕΣΣΔ ήταν οι αιτίες της δημιουργίας όχι ενός εργατικού κράτους, έστω και ενός που είχε εκφυλιστεί γρήγορα, αλλά μιας νέας μορφής ταξικής εξουσίας, που δεν είχε προβλεφθεί από τους μαρξιστές. Ο Τρότσκι είχε ακούσει προηγουμένως αυτό το επιχείρημα πολλές φορές. Ο κρατικός καπιταλισμός δεν βασίζεται στην πραγματικότητα πάνω στην οικονομική θεωρία. Πολύ πριν τη Ρωσική επανάσταση, πρόδρομοι «κρατικοκαπιταλιστικών» αντιλήψεων μπορούν να βρεθούν σε διάφορες μορφές αντι-μαρξιστικής μικροαστικής πολιτικής. Κανείς όρος, «κρατικός» ή «καπιταλιστικός» δεν χρησιμοποιείται με μαρξιστική έννοια. Στο πολιτικό λεξικό του αναρχισμού, ο «κρατικός καπιταλισμός» χρησιμοποιείται γενικά σαν ένας περιγραφικός όρος. Η άσκηση κρατικής εξουσίας, η οποία συνεπάγεται κάποιο βαθμό εξαναγκασμού, καταδικάζεται σαν «καπιταλιστική,» ανεξάρτητα από τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους. Με αυτή τη χρήση του όρου, καπιταλισμός σημαίναι απλά κυριαρχία και εξαναγκασμό. Ο ισχυρισμός ότι το καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε τον Οκτώβριο του 1917 ήταν «κρατικοκαπιταλιστικό» προβλήθηκε από τους αναρχικούς σχεδόν αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους. Κάθε μορφή κράτους αντιστοιχούσε με κυριαρχία, και ο κοινωνικο-οικονομικός χαρακτήρας αυτού του κράτους δεν ήταν και τόσο σημαντικός, έτσι πρόσθεσαν στον χαρακτηρισμό του κράτους τον όρο «καπιταλισμός,» χωρίς να επαληθεύουν αυτή την ανάλυση με κανένα αξιόπιστο τρόπο.

Επομένως, στον Τρότσκι δεν ήταν καθόλου άγνωστη η κατηγορία ότι η ΕΣΣΔ ήταν «κρατικοκαπιταλιστική,» ή κάποια άλλη μορφή εκμεταλλευτικής κοινωνίας. Δεν ήταν διατεθειμένος να την πάρει πολύ στα σοβαρά σαν μια εξήγηση της σοβιετικής οικονομίας. Στη «θεωρία» του κρατικού καπιταλισμού, οι κατηγορίες της μαρξικής πολιτικής οικονομίας εγκαταλείφθηκαν και αντικαταστάθηκαν με μια μη επιστημονική περιγραφική ορολογία. Ήταν μια θεωρία στην οποία το στοιχείο της οικονομικής αναγκαιότητας είχε αντικατασταθεί εντελώς με μια ακραία μορφή πολιτικού υποκειμενισμού. Αλλά αυτό που πήρε στα σοβαρά ήταν η θεμελιακή αναθεώρηση της ιστορικής προοπτικής του μαρξισμού που συνεπάγονταν τα επιχειρήματα του Ρίτζι και του Μπάρναμ. Στη καρδιά των θέσεων του Ρίτζι και του Μπάρναμ ήταν η απόρριψη της μαρξιστικής εκτίμησης του επαναστατικού ρόλου της εργατικής τάξης. Ο Τρότσκι έγραψε:

... Όλοι οι διάφοροι τύποι των απογοητευμένων και τρομαγμένων εκπροσώπων του ψευτο-μαρξισμού προκύπτουν... από την υπόθεση ότι η χρεωκοπία της ηγεσίας απλά «αντανακλά» την αδυναμία του προλεταριάτου να εκπληρώσει την επαναστατική του αποστολή. Δεν εκφράζουν καθαρά αυτή τη σκέψη όλοι οι αντίπαλοι μας, αλλά όλοι τους – υπερ-αριστεροί, κεντριστές, αναρχικοί, για να μην αναφέρουμε τους σταλινικούς και τους σοσιαλδημοκράτες – μετατοπίζουν την ευθύνη για τις ήττες στους ώμους του προλεταριάτου. Κανείς από αυτούς δεν επισημαίνει κάτω από ποιες ακριβώς συνθήκες θα είναι ικανό το προλεταριάτο να πραγματοποιήσει την κοινωνική ανατροπή.

Αν δεχθούμε ότι είναι αλήθεια πως η αιτία για τις ήττες έχει τις ρίζες της στα κοινωνικά χαρακτηριστικά του ίδιου του προλεταριάτου, τότε θα πρέπει να αναγνωριστεί ότι η θέση της σημερινής κοινωνίας είναι απελπιστική. [7]

Ο Τρότσκι προσδιόρισε το κοινωνικό κλίμα που κέρδιζε έδαφος μέσα σε πλατιά τμήματα των μεσοαστών διανοούμενων, καθώς έκοβαν όλους δεσμούς με την Οκτωβριανή Επανάσταση. Η απαισιοδοξία που εκφράστηκε από τους Μπάρναμ και Σάχτμαν το 1939-40 ήταν ο πρόδρομος μιας πολύ ευρύτερης κοινωνικής διαδικασίας: της ρήξης της αριστερής μικροαστικής ιντελλιγκέντσιας όχι μόνο με μια ιδιαίτερη πολιτική τάση μέσα στον μαρξισμό (δηλαδή, τον τροτσκισμό), αλλά με ολόκληρη την προοπτική της σοσιαλιστικής επανάστασης, ακόμη και με τη δυνατότητα της κοινωνικής προόδου. 

Το έργο των θεωρητικών της Σχολής της Φραγκφούρτης Μαξ Χορκχάιμερ και Θέοντορ Αντόρνο, Διαλεκτική του Διαφωτισμού, είναι αναμφίβολα η ευρύτερα γνωστή από όλες τις διακηρύξεις μικροαστικής απελπισίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η επίθεση των συγγραφέων ενάντια στον Διαφωτισμό, τον Λόγο, και τις δήθεν βλαβερές συνέπειες της τεχνολογίας, επρόκειτο να ασκήσει μιαν εκτεταμένη επίδραση πάνω σε μιαν ολόκληρη γενιά αριστερών διανοουμένων. Αλλά ο αντίκτυπος του έργου τους δεν οφειλόταν στην πρωτοτυπία του. Όντως, ελάχιστα από όσα έγραψαν ήταν ιδιαίτερα πρωτότυπα. Αντίθετα, η Διαλεκτική του Διαφωτισμού εξέφραζε στην ακρίβεια διαθέσεις που επικρατούσαν ανάμεσα σε πλατιά τμήματα της μικροαστικής ιντελλιγκέντσιας. 

Τον ίδιο σχεδόν καιρό που εμφανίστηκε η Διαλεκτική του Διαφωτισμού, ένα πρώην μέλος του ΣΕΚ, ο Ντουάιτ Μακντόναλντ, που είχε ακολουθήσει τον Σάχτμαν στο Εργατικό Κόμμα, έγραψε ένα δοκίμιο με τον τίτλο «Η Ρίζα είναι ο Άνθρωπος» (The Root is Man). Είναι εντυπωσιακός ο βαθμός στον οποίο τα επιχειρήματα του Μακντόναλντ πρόβλεψαν τις αντι-υλιστικές και αντι-μαρξιστικές αντιλήψεις που θα γίνονταν τόσο διαδεδομένες ανάμεσα στους μεταπολεμικούς διανοούμενους.

Αρχικά, ο Μακντόναλντ εξέφρασε εντελώς ανοιχτά τον φόβο του μικροαστού διανοούμενου για την επιστήμη και την τεχνολογία. Υποστήριξε ότι το μοιραίο λάθος των σοσιαλιστών ήταν η πεποίθηση τους για την προοδευτική λειτουργία της επιστήμης και η έμφαση στην υλική, παρά την πνευματική, κατάσταση της κοινωνίας. Συνεπώς, ισχυρίστηκε ότι ο διαχωρισμός «δεξιά-αριστερά,» όπως είχε εννοηθεί από τους σοσιαλιστές, ήταν ξεπερασμένος. Δεν είχε καμμία σχέση με τις σύγχρονες συνθήκες. Ο πραγματικός διχασμός, έγραψε ο Μακντόναλντ, είναι ανάμεσα σε αυτούς που αποκάλεσε «προοδευτικούς» και τους «ριζοσπάστες.» Τοποθέτησε τον εαυτό του ανάμεσα στους ριζοσπάστες, ενάντια στους προοδευτικούς:

Σαν «Προοδευτικοί» θα εννοούνταν εκείνοι που βλέπουν το Παρόν σαν ένα επεισόδιο στο δρόμο προς ένα καλύτερο Μέλλον – εκείνοι που σκέπτονται περισσότερο με όρους ιστορικής διαδικασίας παρά ηθικών αξιών – εκείνοι που πιστεύουν ότι το κύριο πρόβλημα στον κόσμο είναι εν μέρει η έλλειψη επιστημονικής γνώσης και εν μέρει η παράλειψη εφαρμογής στις ανθρώπινες υποθέσεις μιας τέτοιας γνώσης που είναι όντως διαθέσιμη – εκείνους που, πάνω απ’όλα, θεωρούν την ανάπτυξη της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση σαν καλή αφεαυτής και βλέπουν τη χρήση της για κακούς σκοπούς, όπως οι ατομικές βόμβες, σαν διαστροφή. Αυτός ο ορισμός, νομίζω, καλύπτει πολύ καλά τον συνολικό σχεδόν όγκο αυτού που ονομάζεται ακόμη Αριστερά,  από τους Κομμουνιστές («Σταλινικούς»), τις μεταρρυθμιστικές ομάδες όπως οι δικοί μας New Dealers [οπαδοί του New Deal του Ρούζβελτ στις ΗΠΑ], οι Βρετανοί Εργατικοί,  και οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές, μέχρι μικρές επαναστατικές ομάδες όπως οι Τροτσκιστές. 

Ο όρος «Ριζοσπάστης» θα ίσχυε για άτομα που είναι ακόμη λίγα – συνήθως αναρχικούς, αντιρρησίες συνείδησης, και αποστάτες μαρξιστές σαν εμένα – που απορρίπτουν την έννοια της Προόδου, που κρίνουν τα πράγματα σύμφωνα με το σημερινό τους νόημα και αποτέλεσμα, που νομίζουν ότι η ικανότητα της επιστήμης να μας καθοδηγεί στις ανθρώπινες υποθέσεις έχει υπερεκτιμηθεί και που συνεπώς αποκαθιστούν την ισορροπία δίνοντας έμφαση στην ηθική πλευρα της πολιτικής. Νομίζουν, ή μάλλον νομίζουμε ότι είναι ένα ανοικτό ζήτημα εάν η κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στη φύση είναι καλή ή κακή ως προς τα πραγματικά της αποτελέσματα μέχρι σήμερα, και προτιμούμε να προσαρμόσουμε την τεχνολογία στον άνθρωπο, ακόμη και αν αυτό σημαίνει – όπως είναι πιθανό – μια τεχνολογική οπισθοδρόμηση, αντί να προσαρμόσουμε τον άνθρωπο στην τεχνολογία. Δεν «απορρίπτουμε,» βέβαια, την επιστημονική μέθοδο, όπως μας κατηγορούν συχνά, αλλά αντίθετα πιστεύουμε ότι το πεδίο μέσα στο οποίο μπορεί να αποδώσει καρποφόρα αποτελέσματα είναι στενότερο από όσο γενικά θεωρείται σήμερα. Και πιστεύουμε ότι το πιο στέρεο έδαφος από το οποίο μπορούμε να αγωνιστούμε για εκείνη την ανθρώπινη απελευθέρωση που ήταν ο στόχος της παλιάς Αριστεράς είναι το έδαφος όχι της Ιστορίας αλλά εκείνων των μη-ιστορικών αξιών (αλήθεια, δικαιοσύνη, αγάπη, κτλ.) τις οποίες ο Μαρξ έχει κάνει περασμένης μόδας ανάμεσα στους σοσιαλιστές. [8]

Ένα άλλο τμήμα του βιβλίου του Μακντόναλντ, που πρόβλεψε την αντι-εργατική τροχιά του μικροαστικού ριζοσπαστισμού μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει τον τίτλο, «Η Οφθαλμαπάτη της Προλεταριακής Επανάστασης.»

Η εργατική τάξη ήταν αυτή προς την οποία έστρεψε το βλέμμα του ο Μαρξ για τη δημιουργία μιας καλύτερης κοινωνίας. Και είναι προς αυτή την κατεύθυνση που οι οπαδοί του κοιτάζουν ακόμη, όπως θα δείξει μια ματιά στη λεπτομερή κάλυψη των εργατικών νέων από κάθε σχεδόν μαρξιστικό έντυπο. Νομίζω ότι είναι καιρός να αναγνωρίσουμε ότι, παρόλο που η εργατική τάξη είναι σίγουρα ένα στοιχείο σε κάθε ανασυγκρότηση της κοινωνίας σύμφωνα με πιο ανεκτές συνθήκες, δεν είναι τώρα, και πιθανώς ποτέ δεν ήταν, το στοιχείο το οποίο νόμιζε ο Μαρξ. Τα αποδεικτικά στοιχεία για αυτό είναι γνωστά, και οι περισσότεροι μαρξιστές θα τα δεχθούν όλα σχεδόν σε κάθε λεπτομέρεια. Αποφεύγουν, ωστόσο, και για αρκετά ευνόητους λόγους, να βγάλουν τα εύλογα αλλά δυσάρεστα συμπεράσματα που προκύπτουν...

Το πλέον προφανές γεγονός για την Προλεταριακή Επανάσταση είναι ότι δεν έχει συμβεί ποτέ. Η προλεταριακή επανάσταση είναι ακόμη λιγότερο μια ιστορική δυνατότητα σήμερα από όσο ήταν το 1900. [9]

H απόρριψη της προόδου και η αποκήρυξη της εργατικής τάξης ως της βασικής επαναστατικής δύναμης στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία εξελίχθηκαν στις δεκαετίες που ακολούθησαν σε βασική αρχή και κεντρική ιδέα της μικροαστικής αριστερής πολιτικής.  Τις βρίσκουμε αναπτυγμένες και επανερχόμενες στα γραπτά του Μαρκούζε, της Ντουναγιέβσκαγια και αναρίθμητων αναρχικών, μετα-αναρχικών, μετα-στρουκτουραλιστικών τάσεων.

Ο Μακντόναλντ, σαν διανοούμενος και θεωρητικός, δεν ήταν ένας σημαντικός στοχαστής. Μάλιστα, ο Τρότσκι παρατήρησε κάποτε ότι ο Μακντόναλντ είχε το δικαίωμα να είναι ανόητος, αλλά ζήτησε να μην κάνει κατάχρηση του προνόμιου. Ωστόσο, το ζήτημα εδώ δεν η σπουδαιότητα του Μακντόναλντ ως διανοούμενου. Αντίθετα, είναι η έκταση στην οποία οι θέσεις που προβλήθηκαν από τον Μακντόναλντ βρήκαν απήχηση στα γραπτά πολύ περισσότερο εκλεπτυσμένων διανοουμένων. Ο γραπτός λόγος των Χορκχάιμερ και Αντόρνο ήταν πολύ περισσότερο περίπλοκος, και κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η φιλοσοφική τους παιδεία ήταν πολύ περισσότερο βαθιά. Αλλά οι ιδέες που προβλήθηκαν στο έργο τους Λογική του Διαφωτισμού χτύπησαν την ίδια νότα με εκείνες του Μακντόναλντ. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί για τα γραπτά, κατά την ίδια περίοδο, «κρατικοκαπιταλιστικών» θεωρητικών όπως η Ντουναγιέβσκαγια, ο C.L.R. James και ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Ο τελευταίος ήταν ο ιδρυτής του γαλλικού περιοδικού Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, το οποίο επρόκειτο να ασκήσει σημαντική επίδραση στην ανάπτυξη της μετα-μοντερνιστικής σκέψης.

Διαβάζοντας τα γραπτά τους στο φως των πολιτικών εξελίξεων που επακολούθησαν, προξενεί έκπληξη πόσο κοντόφθαλμοι και επιπόλαιοι ήταν. Στις αναλύσεις τους για τη Σοβιετική Ένωση, τίποτε δεν θεωρούσαν περισσότερο ισχυρό από τη σταλινική γραφειοκρατία. Απέρριψαν σαν γελοίο το τροτσκιστικό πρόγραμμα που πρόβαλλε την προοπτική της πολιτικής επανάστασης. Η σοβιετική γραφειοκρατία εκπροσωπούσε μια νέα και ισχυρή πολιτική δύναμη που δεν προβλέφθηκε από τον μαρξισμό. Όπως εγραψε ο Καστοριάδης:

Το γεγονός ότι η γραφειοκρατία βγήκε από τον πόλεμο όχι εξασθενημένη αλλά σημαντικά ενισχυμένη, ότι επέκτεινε την ισχύ της πάνω σε ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη και ότι καθεστώτα πανομοιότυπα από κάθε άποψη με το σοβιετικό καθεστώς συνέχιζαν να ιδρύονται  κάτω από την αιγίδα του κομμουνιστικού κόμματος, αναπόφευκτα πρόβαλλαν τη γραφειοκρατία όχι σαν ένα «παρασιτικό στρώμα» αλλά σαν μια εντελώς κυρίαρχη και εκμεταλλεύτρια τάξη – κατι που επιβεβαιωνόταν , επιπλέον, με μια νέα ανάλυση του ρωσικού καθεστώτος σε  οικονομικό και κοινωνιολογικό επίπεδο. [10]

Η απόδοση ενός ξεχωριστού ιστορικού ρόλου στη γραφειοκρατία συμπλήρωνε την απόρριψη της εργατικής τάξης ως επαναναστατικής δύναμης. Όπως δήλωσε ο Καστοριάδης με την έπαρση και τον κυνισμό που τον χαρακτήριζαν:

... Η απόδειξη της αλήθειας των Γραφών είναι η Αποκάλυψη – και η απόδειξη ότι έχει γίνει η Αποκάλυψη είναι ότι έτσι λένε οι Γραφές. Είναι ένα αυτο-επαληθευόμενο σύστημα. Στην πραγματικότητα, η αλήθεια είναι ότι το έργο του Μαρξ, στο πνεύμα και την ίδια του την πρόθεση, ισχύει και καταρρίπτεται σύμφωνα με τον εξής ισχυρισμό: Το προλεταριάτο είναι, και αυτοεκδηλώνεται, ως η επαναστατική τάξη που είναι ουσιαστικά έτοιμη να αλλάξει τον κόσμο... Εάν δεν έχουν έτσι τα πράγματα – όπως πράγματι συμβαίνει – το έργο του Μαρξ γίνεται πάλι αυτό που ήταν πάντοτε στην πραγματικότητα, μια (δύσκολη, ασαφής και βαθιά διφορούμενη) απόπειρα να στοχαστεί την κοινωνία και την ιστορία από τη σκοπιά της επαναστατικής τους μεταμόρφωσης – και πρέπει να ξαναρχίσουμε τα πάντα ξεκινώντας από τη δική μας κατάσταση, η οποία βέβαια περιλαμβάνει τον ίδιο τον Μαρξ και την ιστορία του προλεταριάτου σαν συστατικά στοιχεία. [11]

Στα χρόνια μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο έκανε την εμφάνιση της μέσα σε ποικίλα τμήματα της μικροαστικής ιντελλιγκέντσιας μια όλο και πιο συνειδητά αντι-υλιστική, αντι-μαρξιστική, αντι-τροτσκιστική, αντι-σοσιαλιστική και αντι-εργατική προοπτική. Καθώς μάλιστα η καπιταλιστική εξουσία σταθεροποιείτο στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Δυτική Ευρώπη, και η σοβιετική γραφειοκρατία παγίωνε τη θέση της, η μικροαστική τάξη επιδίωξε να αναπτύξει τις νοητικές συλλήψεις και να επεξεργαστεί το πολιτικό πρόγραμμα που υπερασπίζονταν με τον πλέον κατάλληλο τρόπο τα δικά της συμφέροντα στη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων. Η εμφάνιση του παμπλοϊσμού ανάμεσα στο 1949 και το 1953 ήταν η έκφραση  μέσα στην Τέταρτη Διεθνή αυτής της κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής διαδικασίας.

Ο Χέγκελ παρατήρησε ότι «η κουκουβάγια της Αθηνάς πετά το σούρουπο.»  Είναι μόνο σε ένα προχωρημένο στάδιο της ιστορικής εξέλιξης που μπορούν να αναγνωριστούν με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια από όσο ήταν δυνατόν στις δεκαετίες του 1950 και 1960 οι κοινωνικές δυνάμεις που προκαλούσαν την επέκταση του ρεβιζιονισμού μέσα στη Τέταρτη Διεθνή. Δεν ήταν ένα ζήτημα μερικών συγχυσμένων ατόμων που έκαναν ατυχή πολιτικά λάθη.Αντίθετα, τα θεωρητικά και πολιτικά «λάθη» του Μισέλ Πάμπλο και του Ερνέστ Μαντέλ, για να ονομάσουμε μόνο τους πιο σημαντικούς αντίπαλους του ορθόδοξου τροτσκισμού (δηλαδή, της πολιτικής έκφρασης του επαναστατικού μαρξισμού), εκδηλώθηκαν σαν έκφραση κοινωνικο-οικονομικών διαδικασιών που αναπτύχθηκαν μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσα από την τάση γνωστή σαν παμπλισμός, η μικροαστική τάξη επιχείρησε να αποσπάσει τον έλεγχο της Τέταρτης Διεθνούς και να χρησιμοποιήσει το κύρος της για τα δικά της συμφέροντα. Η δημοσίευση της «Ανοικτής Επιστολής» του Κάνον, η ρήξη με την παμπλοϊκή Διεθνή Γραμματεία και η ίδρυση της Διεθνούς Επιτροπής της Τέταρτης Διεθνούς τον Νοέμβριο του 1953 ήταν ένα αναγκαίο μέτρο αυτο-άμυνας για να αποτραπεί η διάλυση του Παγκόσμιου Τροτσκιστικού κινήματος.

Τα γεγονότα του 1953 σήμαναν την έναρξη ενός εμφύλιου πόλεμου 32 χρόνων μέσα στην Τέταρτη Διεθνή. Οι τεράστιες δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι υπερασπιστές του τροτσκισμού προέρχονταν από το γεγονός ότι εμπλέκονταν τα συμφέροντα πραγματικών κοινωνικών δυνάμεων, που λειτουργούσαν σε παγκόσμια κλίμακα¨ και ότι η πάλη διεξαγόταν κάτω από αντικειμενικές συνθήκες που ήταν εξαιρετικά δυσμενείς για εκείνους που προσπαθούσαν να διατηρήσουν μια επαναστατική γραμμή βασισμένης στα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Κρατήστε στον νου τις διεθνείς δυνάμεις που εμπλέκονταν: τα σταλινικά καθεστώτα στην εξουσία στην ΕΣΣΔ και την ανατολική Ευρώπη, το μαοϊκό καθεστώς στην Κίνα, τα αστικά εθνικά κινήματα του «Τρίτου Κόσμου,» και, στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, οι σοσιαλδημοκρατικές, σταλινικές και συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, και το γοργά επεκτεινόμενο και σχετικά προνομιούχο μικροαστικό στρώμα στα πανεπιστήμια και άλλα καλύτερα αμειβόμενα επαγγέλματα.

Η παράταξη των ορθόδοξων τροτσκιστών μέσα στη Διεθνή Επιτροπή κατέληξε να είναι μια μικρή μειονότητα. Τα περισσότερα τμήματα της Τέταρτης Διεθνούς όχι μόνο ακολούθησαν τους παμπλικούς και διαλύθηκαν μέσα στον χώρο του σταλινισμού και του αριστερού μικροαστικού ριζοσπαστισμού. Η ΔΕΤΔ παρέμεινε εξαιρετικά ασταθής καθώς ταυτόχρονα αντιστεκόταν στην πίεση που ασκείτο από τις πολυάριθμες εχθρικές πολιτικές δυνάμεις.

Πολλά από τα πολιτικά μοτίβα που επρόκειτο να προσδιορίσουν αυτό στο οποίο τώρα αναφερόμαστε εντελώς σωστά ως η «ψευτο-αριστερή» πολιτική στις δεκαετίες του 1980, 1990 και 2000 – επικεντρωμένη στην ατομική ταυτότητα και το λάιφστάιλ – εμφανίστηκαν μέσα στον χώρο του παμπλισμού και της μικροαστικής αριστεράς στις δεκαετίες του 1950 και 1960. Ήταν τότε η εποχή που ο Φρόιντ και η ψυχολογία, ιδίως όπως ερμηνεύονταν από τον Μαρκούζε, χαιρετίζονταν ως η εναλλακτική στον Μαρξ και τον υλισμό. Η απαισιόδοξη απόρριψη από τον Μαρκούζε των επαναστατικών ικανοτήτων της εργατικής τάξης επικύρωνε, και ακόμη απαιτούσε, μια αναζήτηση για εναλλακτικές στην ταξική πάλη σαν τη βάση για προσωπική απελευθέρωση μέσα σε μια δήθεν παντοδύναμη καταπιεστική κοινωνία. Βρήκε, ιδίως μέσα στα πανεπιστήμια, πολλούς ενθουσιώδεις οπαδούς. Μια ευρύτερα γνωστή έκφραση του διανοητικού κλίματος των καιρών είναι το βιβλίο του Θίοντορ Ρόζακ το 1968 Η Δημιουργία μιας Αντι-Κουλτούρας (The Making of a Counter-Culture). Έγραψε με έκσταση για τις προόδους που έγιναν από τον Μαρκούζε και τον Νόρμαν Μπράουν (συγγραφέα του Love’s Body [Σώμα της Αγάπης]) σε σύγκριση με τον Μαρξ:

... ο τόνος με τον οποίο μιλούν για την απελευθέρωση ο Μαρκούζε και ο Μπράουν είναι ευδιάκριτα μη-μαρξικός. Για τον Μαρκούζε, είναι η επίτευξη μιας «λιμπιντικής λογικότητας¨» για τον Μπράουν, είναι η δημιουργία μιας «ερωτικής αίσθησης της πραγματικότητας,» ενός «Διονυσιακού εγώ.» Όταν επιζητούν να διευκρινίσουν αυτά τα ιδεώδη, και οι δύο πρέπει να γίνουν αναγκαία ραψωδικοί, εισάγοντας σχήματα λόγου του μύθου και της ποίησης. Έτσι χτυπούν μια νότα που ήταν σκανδαλωδώς απούσα από τη φιλολογία της κοινωνικής ιδεολογίας και ακόμη περισσότερο από αυτή των κοινωνικών επιστημών...

Οι μύθοι, η θρησκεία, τα όνειρα, οι οπτασίες¨ σε τέτοια σκοτεινά νερά αναζητούσε να βρει ο Φρόιντ τη θεώρηση του για την ανθρώπινη φύση. Αλλά ο Μαρξ είχε λίγη υπομονή με όλο αυτό το απόκρυφο υλικό. Αντίθετα, επέλεξε να καταναλώσει καταθλιπτικές ώρες εντρυφώντας στις βιομηχανικές στατιστικές των Βρετανικών Γαλάζιων Βίβλων, όπου ο άνθρωπος έχει μικρή ευκαιρία να παρουσιαστεί σε οποιοδήποτε ρόλο εκτός σαν homo economicus, homo faber…

Ο Μαρξ, εξοργισμένος ηθικολόγος, φλογερός προφήτης του αφανισμού, άχαρος λόγιος: πόσο χρόνο διέθετε μέσα στην καυτή πίεση της κρίσης να στοχαστεί τον άνθρωπο σαν οτιδήποτε παρά σαν homo economicus, εκμεταλλευμένο και θλιβερό; [12]

Ο Ρόζακ έγραψε κάπου αλλού ότι ο Φρόιντ κατανοούσε ότι οι αποφασιστικές μάχες για το μέλλον της ανθρωπότητας δεν δίνονταν στο πεδίο της ταξικής πάλης, αλλά πάνω στο ανθρώπινο σώμα.

Στη δεκαετία του 1960 σημειώθηκε μια σημαντική ριζοσπαστικοποίηση της μεσοαστικής νεολαίας. Μεγάλα τμήματα  αυτών των νέων αυτο-αποκαλούνταν σοσιαλιστές, ακόμη και μαρξιστές. Αλλά με αυτό εννοούσαν κάτι που ήταν εντελώς διαφορετικό  από ό,τι σημαίνουν αυτοί οι όροι στον κλασικό μαρξισμό. Το ζήτημα δεν είναι εάν πράγματι θεωρούσαν τους εαυτούς τους μαρξιστές. Αλλά είτε το εγνώριζαν είτε όχι, οι θεωρητικές τους διαφωνίες με τον κλασικό μαρξισμό – τις οποίες απέκρυπταν με αποδοκιμασίες του δήθεν «χυδαίου» υλισμού – απλά επαναλάμβαναν μακροχρόνιες υποκειμενικές ιδεαλιστικές κριτικές του μαρξισμού από τη δεκαετία του 1890, όταν ο μαρξισμός είχε γίνει, με τη μορφή του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στη Γερμανία, ένα μαζικό πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης.

Το 1968 οριοθέτησε μια καμπή στη διανοητική και πολιτική εξέλιξη του ριζοσπαστικού φοιτητικού κινήματος. Ήταν ο χρόνος τεράστιων διαμαρτυριών ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στο Βιετνάμ και άλλων κοινωνικών ζητημάτων. Το απόγειο αυτών των διαμαρτυριών ήταν το φοιτητικό κίνημα που ξέσπασε στη Γαλλία. Τα γεγονότα του Μαΐου-Ιουνίου 1968 άρχισαν με μια φοιτητική απεργία που οδήγησε στην εισβολή της αστυνομίας στη Σορβόνη. Αυτή η αιματηρή επίθεση ήταν το έναυσμα της μαζικής επέμβασης της γαλλικής εργατικής τάξηςστις διαμαρτυρίες ενάντια στην κυβέρνηση ντε Γκολ. Ξαφνικά σχεδόν, οι φοιτητικές διαμαρτυρίες επισκιάστηκαν από ένα μαζικό κίνημα της εργατικής τάξης που δημιουργούσε τη δυνατότητα της ανατροπής όχι μόνο του ντε Γκολ, αλλά του γαλλικού καπιταλισμού.

Οι μικροαστικές διαμαρτυρίες κατακλύστηκαν από το φάσμα μιας προλεταριακής επανάστασης. Κόκκινες σημαίες υψώθηκαν πάνω από εργοστάσια σε όλη τη Γαλλία. Η οικονομία της χώρας σταμάτησε να λειτουργεί. Ο ντε Γκολ επιστρέφοντας από μια κρατική επίσκεψη στη Ρουμανία βρήκε το καθεστώς του να διαλύεται. Ταξίδεψε εσπευσμένα στο Μπάντεν στη Γερμανία όπου βρίσκονταν οι στρατηγοί του για να τους συμβουλευτεί.  Οι στρατηγοί του είπαν ότι δεν μπορούσαν να βασιστούν στην αφοσίωση των στρατιωτών υπό τις διαταγές τους. Συνεπώς, όλα εξαρτώνταν από το γαλλικό κομμουνιστικό κόμμα και τους σταλινικούς που έλεγχαν τη συνδικαλιστική ομοσπονδία (CGT) για να φέρουν την κατάσταση υπό τον έλεγχο τους. Η πρώτη απόπειρα να λήξει η γενική απεργία απέτυχε. Ο Ζορζ Σεγκί, ο γενικός γραμματέας της CGT, παρουσιάστηκε μπροστά στους εργάτες της Ρενό, του μεγαλύτερου εργοστάσιου, και αποδοκιμάστηκε. Τελικά, με την από κοινού έμπρακτη απιστία  του Κομμουνιστικού Κόμματος και της CGT, η γενική απεργία προδόθηκε και έληξε. Η γαλλική άρχουσα τάξη σώθηκε από την επανάσταση.

Όταν η εργατική τάξη κατέβηκε σε απεργία, η επέμβαση της υπερκάλυψε το μικροαστικό κίνημα, του οποίου η σημασία ξεθώριασε. Ξαφνικά, το επαναστατικό δυναμικό της εγατικής τάξης εκδηλώθηκε. Ωστόσο, παρέμενε κάτω από την ηγεσία του κομμουνιστικού κόμματος. Αλλά η εμπειρία είχε μια τραυματική επίδραση σε μεγάλο αριθμό γάλλων διανοουμένων. Αντέδρασαν φοβισμένα οπισθοχωρώντας. Αναρωτήθηκαν, «Για το όνομα του θεού,τι παιχνίδι υποτίθεται ότι παίζουμε; Μερικές διαμαρτυρίες εδώ και εκεί... εντάξει. Αλλά ανατροπή του καπιταλισμού; Δικτατορία του προλεταριάτου; Mon Dieu, θεός φυλάξοι!» Τον Μάιο-Ιούνιο 1968 η μικροαστική ιντελλιγκέντσια κοίταξε μέσα στην άβυσσο, και τρομοκρατήθηκε. Η σύντομη επαφή τους με την επανάσταση έθεσε σε κίνηση μια απότομη στροφή προς τα δεξιά.

Οι αποκαλούμενοι «νέοι φιλόσοφοι,» με πλέον επιφανείς εκπρόσωπους τον Ζαν-Φρανσουά Ρεβέλ και τον Μπερνάρ-Ανρί Λεβί, ασπάστηκαν τον αντι-κομμουνισμό κάτω από το υποκριτικό λάβαρο των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων.» Αλλά μια άλλη ομάδα φιλοσόφων – μερικοί από τους οποίους είχαν προετοιμαστεί θεωρητικά από τον σταλινισμό ή μια διασύνδεση με τον Σοσιαλισμό ή Βαρβαρότητα – δικαιολόγησαν την απόρριψη του μαρξισμού με τις διανοητικά μηδενιστικές προσεγγίσεις του μετα-μοντερνισμού.

Ακόμη και εκείνες οι τάσεις που αυτο-αποκαλούνταν αριστερές ήταν κατηγορηματικές στην αποκήρυξη του κλασικού μαρξισμού και, ειδικότερα, της επιμονής του για τον επαναστατικό ρόλο της εργατικής τάξης. Όπως ένας θεωρητικός του σύγχρονου «μετα-στρουκτουραλιστικού» αναρχισμού, ο Σολ Νιούμαν, αναγνωρίζει: «Αυτή η νέα Αριστερά που προέκυψε από τον Μάιο του 1968 ήταν μια μετα-μαρξιστική Αριστερά, ή τουλάχιστον μια Αριστερά που αμφισβητούσε πολλές από τις κεντρικές δοξασίες της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας, ιδιαίτερα την κεντρική σημασία του Κόμματος, την αλήθεια του διαλεκτικού και του ιστορικού υλισμού, και την οικουμενική και ουσιώδη θέση του προλεταριάτου.» [13]

Είναι εντυπωσιακό ότι η αποκήρυξη της εργατικής τάξης αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου αδιάπτωτης έντασης κινήματος της εργατικής τάξης από τη Ρωσική Επανάσταση. Η μαχητικότητα της εργατικής τάξης απλώθηκε γοργά στην Ευρώπη, τη Νότια Αμερική και τη Βόρεια Αμερική. Το ισχυρό κίνημα της εργατικής τάξης έθεσε πιο άμεσα όσο ποτέ άλλοτε το κεντρικό πρόβλημα της επαναστατικής ηγεσίας. Αλλά αυτή ακριβώς ήταν η στιγμή που επέλεξε η μικροαστική αριστερά για να εξαγγείλει την αποτυχία της μαρξιστικής θεωρίας και την προοπτική της προλεταριακής επανάστασης. Ο γνωστός γάλλος αριστερός θεωρητικός Αντρέ Γκορζ έγραψε ένα βιβλίο με τον υπεροπτικό και προκλητικό τίτλο: Αποχαιρετισμός στην Εργατική Τάξη! Εδήλωσε ότι «Οποιαδήποτε  προσπάθεια να βρεθεί η βάση της μαρξιστικής θεωρίας του προλεταριάτου είναι χάσιμο χρόνου.» [14]

Ο Ζαν-Φρανσουά Λυοτάρ, πρώην μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, ανάγγειλε την έναρξη της εποχής του μετα-μοντερνισμού, τον οποίο προσδιόρισε σαν μια «βαθιά δυσπιστία προς όλες τις μετα-αφηγήσεις.» Αυτό που εννοούσε ο Λυοτάρ σαν «μετα-αφήγηση» ήταν μια προσέγγιση στη μελέτη της ιστορίας ως μιας νομοτελούς διαδικασίας. Η θεμελιακή μετα-αφήγηση ήταν αυτή που αναπτύχθηκε από τον Μαρξ και τον Ένγκελς κατά την επεξεργασία τους της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Τον εικοστό αιώνα, η πλέον αταλάντευτη από όλες τις «μετα-αφηγήσεις» ήταν αυτή που παρουσιάστηκε από τον Τρότσκι στην Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης, στην οποία η ανατροπή του τσαρισμού εξηγήθηκε ως το ιστορικά αναγκαίο αποτέλεσμα των αντιφάσεων του διεθνούς καπιταλισμού. Η ανασκευή αυτής της ανάλυσης απαιτούσε μια επίθεση ενάντια σε όλα τα βασικά στοιχεία της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Όπως ένας ειδικός της διανοητικής ιστορίας παρατήρησε πρόσφατα, «Θα ήταν βάσιμο να πούμε ότι ο μαρξισμός είναι ο πλέον συχνός, αν και όχι πάντοτε ο φανερός, στόχος των μετα-μοντερνιστών κριτικών του μοντερνισμού.» [15]

Μια μελέτη αυτής της διανοητικής ιστορίας – ιδίως της αυξανόμενα ανοικτής αποκήρυξης των φιλοσοφικών θεμελίων και του επαναστατικού προγράμματος του μαρξισμού – είναι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση των πολιτικών εμπειριών μέσα από τις οποίες έχει περάσει η Τέταρτη Διεθνής.

Η Εργατική Ένωση (Workers League) αναπτύχθηκε μέσα στην πάλη ενάντια στην προδοσία του τροτσκισμού από το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα. Όταν επανεξετάζουμε αυτή την ιστορία, έχουμε την τάση να τονίζουμε τα θεωρητικά και πολιτικά ζητήματα που ήταν καίρια σε αυτή την πάλη. Ωστόσο, η πάλη αυτή δεν αναπτύχθηκε μέσα σε ένα κοινωνικό κενό. Υπήρχε ένα κοινωνιολογικό στοιχείο σε αυτή την πάλη. Το κόμμα – και δεν μπορώ να υπερεκτιμήσω πόσο σημαντικό είναι αυτό – επιδίωξε με κάθε δυνατό τρόπο να διατηρήσει ένα καθαρό πολιτικό προσανατολισμό προς την εργατική τάξη. Αλλά τα πρώτα χρόνια του κόμματος κυριαρχούνταν από μια διαδικασία πολιτικής και κοινωνικής διαφοροποίησης. Η σημαντική ανάπτυξη της Εργατικής Ένωσης ανάμεσα στο 1970 και το 1973 προκάλεσε αναπόφευκτα μια σοβαρή πολιτική κρίση. Πολλά νέα μέλη κερδήθηκαν μέσα από τον χώρο των μικροαστικών ριζοσπαστικών κινημάτων διαμαρτυρίας. Ο ίδιος ο Τιμ Γούλφορθ, ο εθνικός γραμματέας της Εργατικής Ένωσης, είχε προέλθει από το κίνημα του Σάχτμαν.

Καθώς το μικροαστικό αντιπολεμικό κίνημα διαμαρτυρίας κατέρρεε στα χρόνια μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ, η πραγματική σημασία των κοινωνικών διαιρέσεων μέσα στην Εργατική Ένωση έγινε πιο ευδιάκριτη. Δεν σημαίνει, με κανένα τρόπο, ότι η εξέλιξη κάθε ατόμου ξεχωριστά καθοριζόταν άμεσα από την κοινωνική του προέλευση. Ωστόσο, η σημαντική απώλεια μελών το 1973-74 – ενώ σίγουρα επιδεινώθηκε από τη διασπαστική συμπεριφορά του Γούλφορθ και της συντρόφου του  Νάνσι Φιλντς – έκφραζε μια ευρύτερη κοινωνική και πολιτική διαδικασία. Τμήματα της μεσαίας τάξης που είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί τη δεκαετία του 1960 ανυπομονούσαν να επιστρέψουν στον παλιό τους γνώριμο κοινωνικό χώρο. Αυτή η μετακίνηση τους έφερε αναπόφευκτα πίσω στην τροχιά της αστικής πολιτικής.

Τόσο η Εργατική Ένωση όσο και το Εργατικό Επαναστατικό Κόμμα (WRP) επηρεάστηκαν βαθιά από τη μετακίνηση προς τα δεξιά μέσα στη μεσαία τάξη. Αλλά στις Ηνωμένες Πολιτείες, η κρίση που προκλήθηκε από την αποστασία του Γούλφορθ ξεπεράστηκε από την Εργατική Ένωση στη βάση μιας συστηματικής ανάλυσης και αντιμετώπισης των θεωρητικών και πολιτικών διαφορών που βρίσκονταν στη βάση της σύγκρουσης. Στη Βρετανία, αντίθετα, τα πολιτικά ζητήματα που προέκυψαν στη διαμάχη με τον Άλαν Θόρνετ δεν αντιμετωπίστηκαν συστηματικά. Συνεπώς, παρά μια γοργή τακτοποίηση των λογαριασμών με τον Θόρνετ σε οργανωτικά πλαίσια, τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα τα οποία ήταν μια έκφραση της τάσης του δεν διευκρινίστηκαν. Συγκεκριμένα, to WRP παρέλειψε να τοποθετήσει τη σύγκρουση με  τον Θόρνετ μέσα στο ιστορικό πλαίσιο της προγενέστερης πάλης με τον παμπλισμό. Έτσι, η επιρροή των μικροαστικών στοιχείων που εκινούντο προς τα δεξιά εξακολούθησε να μεγαλώνει μέσα στο κόμμα, και εκφράστηκε με την αυξανόμενα καιροσκοπική πολιτική γραμμή του WRP που οδήγησε στην έκρηξη του 1985 μέσα στη βρετανική οργάνωση. 

Ωστόσο, οι θεωρητικές και πολιτικές κριτικές αναλύσεις που αναπτύχθηκαν από την Εργατική Ένωση ανάμεσα στο 1982 και το 1985 προετοίμασαν τη Διεθνή Επιτροπή για αυτή την κρίση. Η κριτική του οπορτουνισμού του WRP κέρδισε την υποστήριξη μιας αποφασιστικής πλειοψηφίας των τμημάτων. Το 1985 η Διεθνής Επιτροπή απέβαλε το WRP από την οργάνωση. Με αυτό τον τρόπο, ο εμφύλιος πόλεμος 32 χρόνων μέσα στην Τέταρτη Διεθνή, που είχε αρχίσει με τη δημοσίευση της Ανοικτής Επιστολής, ολοκληρώθηκε με τη νίκη των ορθόδοξων τροτσκιστών.

Η ρήξη που συνέβη το φθινόπωρο του 1985 ήταν καθοριστική τόσο με πολιτική όσο και κοινωνική έννοια. Εκείνοι που ήταν αντίθετοι μέσα στο WRP προς τη Διεθνή Επιτροπή είχαν αρχίσει να διακόπτουν αποφασιστικά όλους τους προηγούμενους πολιτικούς και προσωπικούς δεσμούς τους με τον επαναστατικό σοσιαλισμό. Οι ηγέτες του WRP και εκείνοι που τους ακολουθούσαν δεν ενδιαφέρονταν να συζητήσουν προβλήματα σοσιαλιστικής προοπτικής και για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Μια μορφή υστερίας κυριαρχούσε ανάμεσα στους οπαδούς του Μπάντα και του Σλότερ. Επιχείρησα να το περιγράψω αυτό  στο Η Κληρονομιά που Υπερασπιζόμαστε (The Heritage We Defend):

Τον Οκτώβριο του 1985, οι καταπιεσμένες μνησικακίες της μεσαίας τάξης ξέσπασαν μέσα στο WRP. Απογοητευμένοι και πικραμένοι, κουρασμένοι από χρόνια σκληρής δουλειάς που δεν είχαν προσφέρει καμμία ανταμοιβή, δυσαρεστημένοι με τις προσωπικές τους καταστάσεις, ανυπόμονοι να αναπληρώσουν τον χαμένο χρόνο, και απλά απηυδισμένοι από όλες τις συζητήσεις για επανάσταση, η υποκειμενική οργή αυτών των μεσοαστικών δυνάμεων – με επικεφαλής ένα ποικιλόχρωμο τσούρμο από μισο-συνταξιοδοτημένους πανεπιστημιακούς λέκτορες – μεταφράστηκε πολιτικά σε λικβινταρισμό. Ακριβώς επειδή η πηγή του δεν βρισκόταν μόνο στα υποκειμενικά λάθη της ηγεσίας του WRP, αλλά πιο ουσιαστικά σε αντικειμενικές αλλαγές στις ταξικές σχέσεις, ο σκεπτικισμός που απλωνόταν μέσα σε πλατιά τμήματα του κόμματος ήταν η έκφραση μιας ισχυρής κοινωνικής τάσης μέσα στο Εργατικό Επαναστατικό Κόμμα. [16]

Το φθινόπωρο του 1985, ο Κλιφ Σλότερ θύμωνε όταν γίνονταν προσπάθειες να εξηγηθούν γεγονότα μέσα στο κόμμα με ταξικούς όρους. Είπε κάποτε, «Έχω απαυδήσει με όσους εξηγούν ποια τάξη εκπροσωπούν.» Ο Σλότερ σίγουρα δεν ήθελε να συζητήσει ποιες ταξικές δυνάμεις εκπροσωπούσε, και πολύ εύλογα. Το λάβαρο της «επαναστατικής ηθικής» που ύψωσε το 1985 σαν δικαιολόγηση της έλλειψης αρχών στην πολιτική του λειτούργησε σαν γέφυρα προς μια φιλο-ιμπεριαλιστική πολιτική «ανθρωπίνων δικαιωμάτων.» Σε λιγότερο από μια δεκαετία μέλη της οργάνωσης του συνεργάζονταν με την επέμβαση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια.

Το 1985, τη στιγμή που η πάλη μέσα στη Διεθνή Επιτροπή έφτανε στο απόγειο της, ο Ερνέστο Λακλάου και η Σαντάλ Μουφ ολοκλήρωσαν το πλέον σημαντικό έργο τους, Ηγεμονία και Σοσιαλιστική Στρατηγική. Εκδόθηκε από τον Verso, τον κύριο παμπλικό εκδοτικό οίκο. Αυτό το βιβλίο άσκησε τεράστια επιρροή τόσο στον μετα-μοντερνιστικό όσο και τον μετα-στρουκτουραλιστικό χώρο. Αν και δεν γνωρίζαμε τότε τα γραπτά τους (και ίσως δεν τα γνώριζε ο Σλότερ), οι αντιλήψεις του Λακλάου και της Μουφ θα μπορούσαν να είχαν χρησιμεύσει σαν η θεωρητική πλατφόρμα του WRP. Ο Λακλάου και η Μουφ έγραψαν:

Αυτό που βρίσκεται τώρα σε κρίση είναι μια ολόκληρη αντίληψη του σοσιαλισμού που βασίζεται πάνω στη βασική οντολογική σημασία της εργατικής τάξης, πάνω στον ρόλο της Επανάστασης, με κεφαλαίο «ρ», ως της θεμελιακής στιγμής στη μετάβαση από ένα είδος κοινωνίας σε ένα άλλο, και πάνω στην απατηλή μελλοντική δυνατότητα μιας απόλυτα ενιαίας και ομοιόμορφης συλλογικότητας που θα καταστήσει άσκοπη τη στιγμή της πολιτικής...

Δεν αληθεύει ότι, περιορίζοντας τις αξιώσεις και τον χώρο εγκυρότητας της μαρξιστικής θεωρίας, απομακρυνόμαστε από κάτι βαθιά έμφυτο σε αυτή τη θεωρία: συγκεκριμένα, τη μονιστική φιλοδοξία της να εγκλείσει στις κατηγορίες της την ουσία και το υποκρυπτόμενο νόημα της Ιστορίας; Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική. Μόνο εάν απορρίψουμε  κάθε επιστημολογική αξίωση που βασίζεται στην οντολογικά προνομιακή θέση μιας ‘οικουμενικής τάξης’ θα είναι δυνατόν να συζητήσουμε σοβαρά τον σημερινό βαθμό εγκυρότητας των μαρξιστικών κατηγοριών. Σε αυτό το σημείο πρέπει να δηλώσουμε εντελώς ξεκάθαρα ότι βρισκόμαστε τώρα σε ένα μετα-μαρξιστικό πεδίο. Δεν είναι πλέον δυνατόν να διατηρήσουμε τις έννοιες της υποκειμενικότητας και των τάξεων όπως αναλύθηκαν διεξοδικά από τον μαρξισμό, ούτε την οπτική του για την ιστορική πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ούτε, βέβαια, την αντίληψη του κομμουνισμού σαν μια διαφανή κοινωνία όπου όλοι οι ανταγωνισμοί έχουν εξαφανιστεί. [17]

Η υπέρμετρη πόλωση της κοινωνίας ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα της προηγούμενης εικοσιπενταετίας, μέσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και διεθνώς. Φυσικά, η προσοχή των οικονομολόγων και κοινωνιολόγων έχει συγκεντρωθεί στην εκπληκτική συγκέντρωση υπέρμετρου πλούτου στο πλουσιότερο ένα τοις εκατό του πληθυσμού. Αλλά, όπως η πρώτη απόφαση του SEP επισημαίνει, κατά τις τελευταίες λίγες δεκαετίες ένα σημαντικό τμήμα της ανώτερης μεσαίας τάξης έχει αποκτήσει πρόσβαση σε σημαντικό πλούτο. Αυτό το εύπορο στρώμα κατέχει πλούτο που ούτε καν πλησιάζει τον πλούτο του πλουσιότερου ένα με πέντε τοις εκατό. Αλλά, σχετικά με την εργατική τάξη, τα πάει πολύ καλά. Αυτή η διαδικασία έχει οδηγήσει χρονικά στην όλο και πιο έντονη υλική, ιδεολογική και πολιτική αποξένωση αυτού του σχετικά εύπορου κοινωνικού στρώματος, που αποτελεί τη βάση της μικροαστικής αριστεράς, από την εργατική τάξη.

Η πολιτική διαδικασία που εξετάζουμε δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα θεωρητικών αντιφάσεων. Ωθούμενος από τον όλο και πιο σημαντικό υλικό πλούτο της μικροαστικής αριστεράς, ο μακροχρόνιος σκεπτικισμός της ως προς τις επαναστατικές ικανότητες της εργατικής τάξης έχει προσλάβει καινούργια και ευδιάκριτα κοινωνικο-οικονομικά και πολιτικά χαρακτηριστικά. Καθώς τα οικονομικά της συμφέροντα επικεντρώνονται όλο και περισσότερο στην επίτευξη μιας πιο πλεονεκτικής διανομής πλούτου και προνομίων μέσα στο πλουσιότερο δέκα τοις εκατό της κοινωνίας, και καθώς ενσωματώνεται όλο και πιο ανοικτά στις πολιτικές δομές που είναι ανεκτές στο κυβερνών κατεστημένο, η εχθρότητα της εύπορης αριστεράς προς τους αγώνες της εργατικής τάξης δεν μπορεί πλέον να συγκαλυφθεί με μια ψευτο-σοσιαλιστική φρασεοκαπηλεία δίχως νόημα. Οι ιδεολόγοι της εξαναγκάζονται να προβάλλουν επιχειρήματα για ένα ορισμό της «αριστερής» πολιτικής που αποκλείει την εργατική τάξη από κάθε ανεξάρτητο και μάλιστα επαναστατικό ρόλο.

Ο Σολ Νιούμαν καλεί ανοικτά για μια νέα μορφή «αριστερής» πολιτικής που 

διαφέρει από τη μαρξιστική πάλη της εργατικής τάξης: δεν βασίζεται πλέον στην κεντρική υποκειμενικότητα του προλεταριάτου και, συνεπώς, αν και παραδοσιακές οργανώσεις της εργατικής τάξης εμπλέκονται με σημαντικούς τρόπους σε αυτούς τους αγώνες, το κίνημα δεν είναι πλέον κατανοητό κάτω από την ρούμπρικα (κατηγορία) της ταξικής πάλης. [18]

Το πολιτικό πρόγραμμα του SEP και της Διεθνούς Επιτροπής είναι ασυμβίβαστα αντίθετο με αυτό της ψευτο-αριστεράς μέσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και διεθνώς. Η πολιτική μας βασίζεται στην κεντρική θέση της πάλης της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη δεν είναι απλά μια πολιτική δύναμη ανάμεσα σε πολλές στην πάλη ενάντια στον καπιταλισμό. Είναι η αποφασιστική επαναστατική δύναμη μέσα στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία. Όλες οι προσπάθειες του κόμματος πρέπει να κατευθύνονται προς την προετοιμασία και την ανάληψη της ηγεσίας των αγώνων της εργατικής τάξης. Επιμένουμε ότι η επαναστατική πάλη είναι ρεαλιστική και, σίγουρα, «κατανοητή» μόνο όταν αναπτύσσεται μέσα στη «ρούμπρικα» της ταξικής πάλης. Αυτή είναι η βάση πάνω στην οποία θα αγωνιστεί το SEP να αναπτύξει την επιρροή του μέσα στους εργαζόμενους και τη νεολαία σε αυτή τη νέα περίοδο κλιμακούμενης ταξικής πάλης.

Υποσημειώσεις

1. Greta R. Krippner, Capitalizing on Crisis: The Political Origins of the Rise of Finance (Cambridge: Harvard University Press, 2011), σελ. 4
2. The First Five Years of the Communist International, Τόμος 1 (London: New Park, 1973), σελ.138.
3. ‘Two Worlds’ in Collected Works, Τόμος 16 (Moscow: Progress, 1977), σελ. 311.
4. Leon Trotsky and the Development of Marxism (Detroit: Labor Publications, 1985), σελ. 18-19.
5. New Parties of the Left: Experiences from Europe, by Bensaid, Sousa, et.al (London: Resistance Books, 2011), σελ.40.
6. New York: The Free Press, σελ.69
7. In Defense of Marxism, (London: 1966), σελ.15.
8. Dwight Macdonald, The Root is Man, Brooklyn, NY: Automedia, 1995, σελ. 38-39.
9. Ό.π., σελ.61-65
10. The Castoriadis Reader (Oxford, Blackwell, 1997), σελ.2.
11. Ό.π., σελ.28.
12. Berkeley: University of California Press, 1995, σε. 98-99
13. Saul Newman, Unstable Universalities: Poststructuralism and Radical Politics (Manchester: Manchester University Press, 2007), σελ. 179.
14. London: Pluto Press, 1982, σελ.21.
15. David West, Continental Philosophy: An Introduction (Cambridge: Polity), σελ.214.
16. David North (Detroit: Labor Publications, 1988), σελ. 13-14
17. London: Verso, σελ.2-4.
18. Unstable Universalities, σελ.176.

24 Φεβρουαρίου 2015

Loading