Στο διάσημο κοιμητήριο του Περ-Λασέζ στο Παρίσι βρίσκεται το σημείο που είναι γνωστό ως Τοίχος των Κομμουνάρων. Εκεί, στις 28 Μαΐου 1871, 147 μέλη της Κομμούνας εκτελέστηκαν από τον γαλλικό στρατό και θάφτηκαν σε ομαδικό τάφο. Οι εκτελέσεις αποτέλεσαν το αποκορύφωμα μιας αφάνταστα κτηνώδους σφαγής, της «Ματωμένης Εβδομάδας», κατά την οποία η γαλλική άρχουσα τάξη κατέστειλε την Κομμούνα του Παρισιού, σκοτώνοντας έως και 20.000 εργάτες.
Η ιστορία και τα διδάγματα της Κομμούνας έχουν τεράστια σύγχρονη σημασία, καθώς ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, υποστηριζόμενος από τον κρατικό μηχανισμό, προχωρά στην επιβολή περικοπών στις συντάξεις αψηφώντας την συντριπτική λαϊκή αντίθεση, χωρίς καν τη διεξαγωγή ψηφοφορίας στο κοινοβούλιο.
Με τις δικτατορικές του ενέργειες, ο Μακρόν για άλλη μια φορά ρίχνει τη δημοκρατική μάσκα από το καπιταλιστικό κράτος, και το ξεσκεπάζει ως ένα ωμό όργανο ταξικής κυριαρχίας.
Ο Μακρόν δήλωσε ότι μια ψηφοφορία θα αποτελούσε απαράδεκτη απειλή για τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών, οι οποίες δεν θα ανέχονταν ένα αποτέλεσμα του «όχι». Είπε χαρακτηριστικά: «Το πολιτικό μου συμφέρον και η πολιτική μου βούληση ήταν να πάω σε ψηφοφορία (στην Εθνοσυνέλευση για τις περικοπές)... Αλλά θεωρώ ότι στην παρούσα συγκυρία, οι χρηματοπιστωτικοί και οικονομικοί κίνδυνοι ήταν πολύ μεγάλοι».
Ο Μακρόν παραμέρισε την αντίθεση των τριών τετάρτων του γαλλικού λαού ενάντια στις περικοπές του και των εκατομμυρίων εργαζομένων που απεργούν ενάντια σε αυτές. Χρησιμοποιώντας απόκρυφες διατάξεις του γαλλικού συντάγματος, τις επιβάλλει μέσω διατάγματος, εκτός αν το κοινοβούλιο ψηφίσει για την πτώση της κυβέρνησής του. Και επίσης στέλνει δεκάδες χιλιάδες βαριά οπλισμένους αστυνομικούς των ΜΑΤ να επιτεθούν στις διαδηλώσεις που ξεσπούν σε όλη τη Γαλλία.
Μια αποφασιστική αντιπαράθεση μεταξύ της εργατικής τάξης και του καπιταλιστικού κράτους αναδύεται, καθώς οι διαπραγματεύσεις καταρρέουν και τα περιθώρια για «δημοκρατική» διακυβέρνηση εξαφανίζονται. Οι υπολογισμοί των τραπεζών δεν είναι δύσκολο να εξηγηθούν. Υπάρχει συντριπτική αντίθεση από τη μεριά των εργαζομένων ενάντια στην περικοπή του βιοτικού επιπέδου προκειμένου να δαπανηθούν εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ για τη διάσωση των τραπεζών και τον πόλεμο του ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας.
Εφόσον ο λαός αντιτίθεται στις πολιτικές που απαιτούν οι τράπεζες, το καπιταλιστικό κράτος σκοπεύει να απαλλαγεί από τα προσχήματα της δημοκρατίας και να επιβάλει με τη βία τη θέλησή του στο λαό. Το Παρίσι έχει μετατραπεί σtην ουσία σε ένα ένοπλο στρατόπεδο, με την ανάπτυξη βαριάς οπλισμένης παραστρατιωτικής αστυνομίας για την κατάπνιξη κάθε ένδειξης διαμαρτυρίας.
Ο Μακρόν προέβη σε αυτές τις ενέργειες στην επέτειο της ίδρυσης της Παρισινής Κομμούνας, η οποία ανέλαβε την εξουσία στο Παρίσι πριν από 152 χρόνια, εν μέσω της αιματοχυσίας του γαλλοπρωσικού πολέμου, στις 18 Μαρτίου 1871. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που η εργατική τάξη δημιούργησε το δικό της κράτος. Τα επιτεύγματα της Κομμούνας, αλλά και η φρικτή σφαγή της αποτελούν σπουδαίες εμπειρίες της διεθνούς ταξικής πάλης.
Ο Καρλ Μαρξ και ο μεγάλος του συνδιανοητής Φρίντριχ Ένγκελς και αργότερα ο Βλαντιμίρ Λένιν, ο Λέων Τρότσκι και οι Μπολσεβίκοι άντλησαν από την Κομμούνα ανεξίτηλα διδάγματα για το κράτος. Στην εισαγωγή του 1891 στο κλασικό έργο του Μαρξ για την Κομμούνα, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, ο Ένγκελς έγραψε:
Ποιο ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ως τα τώρα κράτους [που ανατράπηκε από την Κομμούνα]; Για να μεριμνούν για τα κοινά της συμφέροντα, η κοινωνία είχε αρχικά δημιουργήσει δικά της όργανα με τον απλό καταμερισμό της εργασίας. Τα όργανα όμως αυτά, που η κορυφή τους είναι η κρατική εξουσία, επιδιώκοντας τα δικά τους ειδικά συμφέροντα, είχαν με τον καιρό μετατραπεί από υπηρέτες της κοινωνίας σε αφέντες της. Αυτό το βλέπουμε, π.χ., όχι μόνο στην κληρονομική μοναρχία, μα και στην αστική δημοκρατία.
Εν μέσω της ιμπεριαλιστικής σφαγής του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς ο Λένιν εργαζόταν για να αναπτύξει τη θεωρητική βάση για την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 στη Ρωσία, μελέτησε τα έργα των Μαρξ και Ένγκελς για την Κομμούνα.
Στο επίκεντρο της προοπτικής του Λένιν ήταν ο ορισμός του Ένγκελς για το κράτος ως προϊόν του ασυμβίβαστου των ταξικών ανταγωνισμών και ως εργαλείο της άρχουσας τάξης για να επιβάλει τη δικτατορία της στην κοινωνία. Ο Λένιν ζητούσε τη μετάβαση της κρατικής εξουσίας στα σοβιέτ (συμβούλια) που θα οικοδομούνταν από τους εργάτες, τα οποία θα κατέστειλαν την αντεπαναστατική βία της άρχουσας τάξης και, εφαρμόζοντας σοσιαλιστικές πολιτικές για τη δημιουργία κοινωνικής ισότητας, θα ξεπερνούσαν τη διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις από τις οποίες αναδύεται το κράτος. Έγραψε:
Ο Ένγκελς αναπτύσσει την έννοια αυτής τής «δυνάµεως» που λέγεται Κράτος- δυνάµεως που γεννιέται από την Κοινωνία, αλλά επιβάλλεται επάνω της, και γίνεται ολοένα πιο ξεχωριστή απ’ αυτήν. Από τι αποτελείται κυρίως η δύναμη αυτή; Αποτελείται από ειδικά ένοπλα σώματα, που έχουν στη διάθεση των τις φυλακές κ.τ.λ.
Έτσι λοιπόν σχηματίζεται το Κράτος, δημιουργείται µια νέα δύναμη µε τη μορφή ειδικών ένοπλων σωμάτων, και κάθε επανάσταση, συντρίβοντας τον κρατικό μηχανισμό, µας δείχνει πως η κυρίαρχη τάξη επιδιώκει να αποκαταστήσει πάλι τα ειδικά αυτά ένοπλα σώματα για την υπηρεσία της και πως η καταπιεζόµενη τάξη προσπαθεί να δημιουργήσει µια νέα παρόμοια οργάνωση, κατάλληλη να εξυπηρετήσει όχι την εκμεταλλευτική αλλά την πιεζόμενη τάξη.
Οι εξελίξεις στη Γαλλία επιβεβαιώνουν αυτό που εξηγούσαν οι μεγάλοι μαρξιστές: Το κράτος, ακόμη και με κοινοβουλευτική-δημοκρατική μορφή, είναι ένας μηχανισμός για τη δικτατορία μιας άρχουσας τάξης. Ο δρόμος για την εργατική τάξη ενάντια στο καπιταλιστικό κράτος είναι ο αγώνας για την οικοδόμηση των δικών της οργάνων της εργατικής εξουσίας και η μεταφορά της κρατικής εξουσίας σε αυτά τα όργανα μέσω μιας σοσιαλιστικής επανάστασης.
Ο Μακρόν ανταποκρίνεται σε μια κλιμακούμενη σειρά κρίσεων, όπως ο επεκτεινόμενος πόλεμος ΗΠΑ-ΝΑΤΟ κατά της Ρωσίας, οι επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19, η εμβάθυνση της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος και, πάνω απ’ όλα, η αναζωπύρωση της ταξικής πάλης. Οι απεργίες και η κοινωνική οργή για τον πόλεμο και την κοινωνική ανισότητα φτάνουν σε πρωτοφανή ένταση.
Σε απάντηση, ο Μακρόν στρέφεται στην διακυβέρνηση μέσω διαταγμάτων. Το κρίσιμο ερώτημα που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη είναι να αποκομίσει τα πολιτικά και στρατηγικά συμπεράσματα που επιβάλλει αυτή η ιστορική κρίση. Καταδεικνύει μια ουσιαστική πολιτική πραγματικότητα: Η σοσιαλιστική επανάσταση παραμένει στην ημερήσια διάταξη.
Δεν υπάρχει κοινοβουλευτικός δρόμος για την υπεράσπιση των κοινωνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων. Οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να δώσουν καμία αξιοπιστία στις γαλλικές συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες ή σε ψευτοαριστερούς πολιτικούς όπως ο Ζαν-Λουκ Μελανσόν. Όλοι αυτοί πλασάρουν ψευδαισθήσεις ότι οι απεργίες διαμαρτυρίας θα αλλάξουν τη γνώμη του Μακρόν ή θα πείσουν το κοινοβούλιο να καταψηφίσει την κυβέρνηση της Γαλλίδας πρωθυπουργού Ελισάβετ Μπορν.
Αλλά ο Μακρόν δεν έχει καμία πρόθεση να υποχωρήσει. Και ακόμα και αν αύριο εγκαθιδρυόταν μια νέα καπιταλιστική κυβέρνηση στη Γαλλία, θα προσπαθούσε να λεηλατήσει τους εργαζόμενους για να χρηματοδοτήσει τον πόλεμο του ΝΑΤΟ και τις διασώσεις των τραπεζών της ΕΕ, οι οποίες έχουν την υποστήριξη όλων των κομμάτων του κατεστημένου. Σύντομα θα βρισκόταν και πάλι σε μετωπική αντιπαράθεση με την εργατική τάξη.
Όσοι αρνούνται ότι η κατάσταση είναι επαναστατική ή λένε ότι οι εργαζόμενοι χρειάζονται πρώτα περισσότερες εμπειρίες με την αστική δημοκρατία, είναι αντιδραστικοί που προσπαθούν να εκτροχιάσουν το κίνημα. Οι εργάτες δεν χρειάζονται περισσότερες εμπειρίες με την «αστική δημοκρατία»- έχουν την εμπειρία της αστικής δικτατορίας. Βιώνουν το γεγονός ότι η γνήσια δημοκρατία δεν είναι συμβατή με την αστική τάξη.
Αυτό δεν είναι κάτι που αφορά μόνο τη Γαλλία, αλλά εκτυλίσσεται διεθνώς. Τα καπιταλιστικά κράτη σε όλο τον κόσμο, αντιμετωπίζοντας την αυξανόμενη οργή της εργατικής τάξης, παραχωρούν στον εαυτό τους όλο και περισσότερες δικτατορικές εξουσίες. Στη Σρι Λάνκα, όπου μια μαζική εξέγερση της εργατικής τάξης έριξε τον πρόεδρο Γκοταμπάγια Ρατζαπάκσα πέρυσι, το καπιταλιστικό κράτος παίρνει τη μορφή ενός καθεστώτος έκτακτης ανάγκης διεκδικώντας ειδικές εξουσίες για την απαγόρευση απεργιών και διαδηλώσεων και τη φυλάκιση πολιτικών αντιπάλων. Πέρυσι, οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι στις ΗΠΑ ένωσαν τις δυνάμεις τους για να θέσουν εκτός νόμου μια απεργία των σιδηροδρομικών και να επιβάλουν μια σύμβαση που είχε απορριφθεί.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του αναπτυσσόμενου αγώνα στη Γαλλία, η Διεθνής Επιτροπή της Τέταρτης Διεθνούς και το γαλλικό τμήμα της, το Parti de l’égalité socialiste (PES), έχουν καλέσει για τη δημιουργία επιτροπών βάσης, ανεξάρτητων από τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, για την οργάνωση και το συντονισμό του αγώνα ενάντια στον Μακρόν. Μόνο τέτοια όργανα μπορούν να ενοποιήσουν τις απεργίες και τις διαμαρτυρίες, να υπερασπιστούν τους εργαζόμενους και τη νεολαία από τις επιθέσεις της αστυνομίας και να σπάσουν την υποταγή της ταξικής πάλης σε οργανώσεις που είναι προσηλωμένες στον «κοινωνικό διάλογο», δηλαδή την υποταγή των μαζών στο καπιταλιστικό κράτος.
Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη εργατικών οργανώσεων σε κάθε εργοστάσιο, χώρο εργασίας και γειτονιά είναι το θεμέλιο για τη δημιουργία της βάσης για μια νέα μορφή εξουσίας - όχι το καπιταλιστικό κράτος και τα σώματα των ενόπλων του, αλλά ένα εργατικό κράτος.
Για να παίξει, ωστόσο, αυτό το ρόλο, η εργατική τάξη πρέπει να διαποτιστεί από τη συνείδηση ότι το καθήκον της δεν είναι να βρει έναν κοινοβουλευτικό δρόμο, αλλά να πάρει την εξουσία και να οικοδομήσει μια σοσιαλιστική κοινωνία. Πρέπει να μπει στην ταξική πάλη με συνείδηση του γεγονότος ότι συνεχίζει τον ιστορικό και διεθνή αγώνα που ξεκίνησε, πριν από 150 χρόνια, από τους ηρωικούς αγωνιστές της Κομμούνας.